Κυριακή, Δεκεμβρίου 09, 2007

Θα σε σκεπάσω με έρωτα

I will cover you with love when next I see you, with caresses, with ecstasy. I want to gorge you with all the joys of the flesh, so that you faint and die. I want you to be amazed by me, and to confess to yourself that you had never even dreamed of such transports…

When you are old, I want you to recall those few hours, I want your dry bones to quiver with joy when you think of them.

Θα σε σκεπάσω με έρωτα την επόμενη φορά που θα σε ανταμώσω, χαϊδεύοντας σε τρυφερά με εκστατική μεταρσίωση. Θέλω να σε μπουκώσω με όλες τις χαρές της σάρκας μέχρι να λιποθυμήσεις του θανάτου. Θέλω να σε σαστίσω και να ομολογήσεις κρυφά στον εαυτό σου ότι ποτέ δεν είχες ονειρευτεί τέτοιο παραλήρημα…

Και όταν γεράσεις, θέλω να νοσταλγείς αυτές τις λίγες ώρες, θέλω τα ασυγκίνητα πλέον κόκκαλα σου ν’ ανατριχιάζουν από ηδονή όταν θα τις φέρνεις στο νου σου.

  • Πηγή: The Selected Letters of Gustave Flaubert by Francis Steegmuller
  • Πρόκειται για ένα γράμμα του GustaveFlaubert στην Louise Colet

Κυριακή, Νοεμβρίου 04, 2007

Δεν πενθώ για ότι έχασα στη ζωή μου



Non, rien de rien
Non, je ne regrette rien
Ni le bien qu'on m'a fait, ni le mal
Tout ça m'est bien égal

Non, rien de rien
Non, je ne regrette rien
C'est payé, balayé, oublié
Je me fous du passé

Avec mes souvenirs
J'ai allumé le feu
Mes chagrins, mes plaisirs
Je n'ai plus besoin d'eux

Balayés les amours
Et tous leurs trémolos
Balayés pour toujours
Je repars à zéro

Non, rien de rien
Non, je ne regrette rien
Ni le bien, qu'on m'a fait, ni le mal
Tout ça m'est bien égal

Non, rien de rien
Non, je ne regrette rien
Car ma vie, car mes joies
Aujourd'hui, ça commence avec toi

Όχι, τίποτα μα τίποτα
Όχι, δεν μετανιώνω για τίποτα
Ούτε για τα καλά, ούτε για τα κακά
για μένα όλα είναι το ίδιο

Όχι, τίποτα μα τίποτα
Όχι, δεν μετανιώνω για τίποτα
Έγιναν, σβήστηκαν, ξεχάστηκαν
Δεν μ’ ενδιαφέρουν πια

Με τις αναμνήσεις μου
Άναψα μια φωτιά
τις λύπες μου, τις χαρές μου
Δεν τις έχω πια ανάγκη

Οι αγάπες έφυγαν
Μαζί κι οι πληγές τους
Σβήστηκαν για πάντα
Πρέπει να αρχίσω απ' την αρχή.

Όχι, τίποτα μα τίποτα
Όχι, δεν μετανιώνω για τίποτα
Ούτε για τα καλά, ούτε για τα κακά
για μένα όλα είναι το ίδιο

Όχι, τίποτα μα τίποτα
Όχι, δεν μετανιώνω για τίποτα
Η ζωή μου, η χαρά μου
Σήμερα ξεκινούν με σένα.


  • Πηγή: Non, je ne regrette rienpar Édith Piaf σε μουσική του Charles Dumont και στίχους του Michel Vaucaire. Τραγουδήθηκε πρώτη φορά στις 10 Νοεμβρίου 1960 στο L’Olympia, Paris και σηματοδότησε ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή της Édith Piaf.

  • Η ελληνική μετάφραση του στίχου ‘Non, je ne regrette rien’ αποδίδεται καλύτερα με την έννοια ‘Δεν πενθώ για ότι έχασα στη ζωή μου. Μπορώ να κάνω μια νέα αρχή’.

  • Το απόσπασμα είναι από την ταινία του 2007 ‘La Môme - La Vie En Rose’ του Olivier Dahan.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 04, 2007

Ομοφυλοφιλία


Dear Mrs. X

I gather from your letter that your son is a homosexual. I am most impressed by the fact that you do not mention this term yourself in your information about him. May I question you, why do you avoid it? Homosexuality is assuredly no advantage, but it is nothing to be ashamed of, no vice, no degradation, it cannot be classified as an illness; we consider it to be a variation of the sexual function produced by certain arrest of sexual development. Many highly respectable individuals of ancient and modern times have been homosexuals, several of the greatest among them (Plato, Michelangelo, Leonardo da Vinci, etc.). It is a great injustice to persecute homosexuality as a crime, and cruelty too. If you do not believe me, read the books of Havelock Ellis.

By asking me if I a help, you mean, I suppose, if I can abolish homosexuality and make normal heterosexuality take its place. The answer is, in a general way, we cannot promise to achieve it. In a certain number of cases we succeed in developing the blighted germs of heterosexual tendencies which are present in every homosexual, in the majority of cases it is no more possible. It is a question of the quality and the age of the individual. The result of the treatment cannot be predicted.

What analysis can do for your son runs in a different line. If he is unhappy, neurotic, torn by conflicts, inhibited in his social life, analysis may bring him harmony, peace of mind, full efficiency, whether he remains a homosexual or gets changed. If you make up your mind that he should have analysis with me (I don't expect you will!!) he has to come over to Vienna. I have no intention of leaving here. However, don't neglect to give me your answer.

Sincerely yours with kind wishes,

Freud

P.S. I did not find it difficult to read your handwriting. Hope you will not find my writing and my English a harder task.


Αγαπητή Κα…

Συμπεραίνω από το γράμμα σας ότι ο γιος σας είναι ομοφυλόφιλος Με εντυπωσιάζει πολύ το γεγονός ότι δεν αναφέρετε η ίδια τον όρο αυτό στην πληροφόρηση που δίνετε γι΄ αυτόν. Μπορώ να σας ρωτήσω γιατί το αποφεύγεται; Η ομοφυλοφιλία δεν είναι αναμφιβόλως ένα πλεονέκτημα, αλλά δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να ντρέπεται κανείς, δεν είναι βίτσιο, εξαχρείωση, δεν μπορεί να ταξινομηθεί ως αρρώστια∙ τη θεωρούμε μια παραλλαγή της σεξουαλικής λειτουργίας που παράγεται από κάποια διακοπή της σεξουαλικής ανάπτυξης. Πολλά άκρως αξιοσέβαστα άτομα της αρχαίας και σύγχρονης εποχής υπήρξαν ομοφυλόφιλοι, μεταξύ αυτών μερικά από τα σπουδαιότερα (ο Πλάτων, Ο Μιχαήλ Άγγελος, ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, κ.λ.π.). Αποτελεί μεγάλη αδικία η δίωξη της ομοφυλοφιλίας ως εγκλήματος, όπως και ωμότητα. Αν δεν με πιστεύετε, διαβάστε τα βιβλία του Havelock Ellis.

Με την ερώτηση σας αν μπορώ να σας βοηθήσω, εννοείτε, υποθέτω αν μπορώ να θέσω τέρμα στην ομοφυλοφιλία και να συμβάλλω ώστε να πάρει τη θέση της η φυσιολογική ετεροσεξουαλικότητα. Η απάντηση είναι ότι, γενικά, δεν μπορούμε να υποσχεθούμε ότι θα το κατορθώσουμε. Σε ορισμένες περιπτώσεις επιτυγχάνουμε να αναπτύξουμε τα καχεκτικά σπέρματα των ετεροσεξουαλικών τάσεων που είναι παρόντα σε κάθε ομοφυλόφιλο∙ στην πλειονότητα των περιπτώσεων αυτό δεν είναι πια δυνατό. Είναι θέμα ποιότητας και ηλικίας του ατόμου. Το αποτέλεσμα της θεραπευτικής αντιμετώπισης δεν είναι προβλέψιμο.

Το τι μπορεί να κάνει για το γιο σας η ανάλυση είναι κάτι διαφορετικό. Αν είναι δυστυχής, νευρωτικός, αν σπαράσσεται από συγκρούσεις, αν έχει αναστολές στην κοινωνική του ζωή, η ανάλυση μπορεί να του προσφέρει αρμονία, πνευματική ηρεμία, πλήρη αποτελεσματικότητα, είτε παραμείνει ένας ομοφυλόφιλος είτε αλλάξει. Αν αποφασίσετε, θα πρέπει να κάνει ανάλυση μαζί μου (Δεν περιμένω να το κάνετε!!) πρέπει να έρθει στη Βιέννη. Δεν έχω τη πρόθεση να εγκαταλείψω τον τόπο μου. Πάντως μην παραμελήσετε να μου δώστε την απάντησή σας.

Ειλικρινά δικός με ευχές για ότι καλύτερο

Φρόυντ

Υ.Γ. Δεν δυσκολεύτηκα να διαβάσω τον γραφικό σας χαρακτήρα. Ελπίζω να μην συναντήσετε περισσότερη δυσκολία με τη γραφή και τα Αγγλικά μου


Πηγή: Freud, Sigmund, "Letter to an American mother", American Journal of Psychiatry, 107 (1951): p. 787.






Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 05, 2007

Έχω μετρήσει τα φτερά μου

What, what did that rooster say when he was all blown up by the TNT and picking his feathers up outside that henhouse?

"F-Fortunately, boy, I keep my feathers numbered for just such an emergency."

Λοιπόν, τι είπε ο κόκορας όταν ανατινάχτηκε και μάζευε τα φτερά του έξω από το κοτέτσι;
’’Ε-ευτυχώς , αγόρι μου, που έχω μετρήσει τα φτερά μου για κάτι δύσκολες περιπτώσεις σαν κι αυτή”

Πηγή: Διάλογος από την ταινία “Walk The Line” που βραβεύτηκε με Oscar το 2006

Δευτέρα, Αυγούστου 06, 2007

Συμπάθεια

… The ethical, as opposed to the political, question is one as to sympathy. Sympathy, in the sense of being made unhappy by the sufferings of others, is to some extent natural to human beings; young children are troubled when they hear other children crying. But the development of this feeling is very different in different people. Some find pleasure in the infliction of torture; others, like Buddha, feel that they cannot be completely happy so long as any living thing is suffering. Most people divide mankind emotionally into friends and enemies, feeling sympathy for the former, but not for the latter. An ethic such as that of Christianity or Buddhism has its emotional basis in universal sympathy; Nietzsche's, in a complete absence of sympathy. (He frequently preaches against sympathy, and in this respect one feels that he has no difficulty in obeying his own precepts.) The question is: If Buddha and Nietzsche were confronted, could either produce any argument that ought to appeal to the impartial listener? I am not thinking of political arguments.

We can imagine them appearing before the Almighty, as in the first chapter of the Book of Job, and offering advice as to the sort of world He should create. What could either say? Buddha would open the argument by speaking of the lepers, outcast and miserable; the poor, toiling with aching limbs and barely kept alive by scanty nourishment; the wounded in battle, dying in slow agony; the orphans, ill-treated by cruel guardians; and even the most successful haunted by the thought of failure and death. From all this load of sorrow, he would say, a way of salvation must be found, and salvation can only come through love.

Nietzsche, whom only Omnipotence could restrain from interrupting, would burst out when his turn came: "Good heavens, man, you must learn to be of tougher fibre. Why go about snivelling because trivial people suffer? Or, for that matter, because great men suffer? Trivial people suffer trivially, great men suffer greatly, and great sufferings are not to be regretted, because they are noble. Your ideal is a purely negative one, absence of suffering, which can be completely secured by nonexistence. I, on the other hand, have positive ideals: I admire Alcibiades, and the Emperor Frederick II, and Napoleon. For the sake of such men, any misery is worth while. I appeal to You, Lord, as the greatest of creative artists, do not let Your artistic impulses be curbed by the degenerate fear-ridden maunderings of this wretched psychopath."

Buddha, who in the courts of Heaven has learnt all history since his death, and has mastered science with delight in the knowledge and sorrow at the use to which men have put it, replies with calm urbanity: "You are mistaken, Professor Nietzsche, in thinking my ideal a purely negative one. True, it includes a negative element, the absence of suffering; but it has in addition quite as much that is positive as is to be found in your doctrine. Though I have no special admiration for Alcibiades and Napoleon, I, too, have my heroes: my successor Jesus, because he told men to love their enemies; the men who discovered how to master the forces of nature and secure food with less labour; the medical men who have shown how to diminish disease; the poets and artists and musicians who have caught glimpses of the Divine beatitude.

Love and knowledge and delight in beauty are not negations; they are enough to fill the lives of the greatest men that have ever lived."

"All the same," Nietzsche replies, "your world would be insipid. You should study Heraclitus, whose works survive complete in the celestial library. Your love is compassion, which is elicited by pain; your truth, if you are honest, is unpleasant, and only to be known through suffering; and as to beauty, what is more beautiful than the tiger, who owes his splendour to his fierceness? No, if the Lord should decide for your world, I fear we should all die of boredom."

"You might," Buddha replies, "because you love pain, and your love of life is a sham. But those who really love life would be happy as no one can be happy in the world as it is."…


… Το δίλημμα της συμπάθειας – στη φιλοσοφία του Νίτσε - είναι ηθικό, όχι πολιτικό. Η συμπάθεια, υπό την έννοια να νοιώθεις δυσάρεστα με τη δυστυχία των άλλων, είναι στη φτιαξιά μας ˙ τα μικρά παιδιά, λόγου χάριν, ανησυχούν όταν ακούνε άλλα παιδιά να κλαίνε. Κι όμως αυτό το αίσθημα – που μας γεννιέται από τα παθήματα των άλλων - εκδηλώνεται διαφορετικά από άνθρωπο σε άνθρωπο. Κάποιοι μάλιστα βρίσκουν ευχαρίστηση να προκαλούν πόνο, ενώ άλλοι όπως ο Βούδδας, δεν μπορούν να είναι ευτυχείς όταν οι άλλοι δυστυχούν. Οι περισσότεροι διαχωρίζουν συναισθηματικά τους άλλους σε φίλους και εχθρούς, νιώθοντας συμπάθεια για τους μεν αλλά όχι για τους δε. Η ηθική του Χριστιανισμού και του Βουδισμού είναι θεμελιωμένη στην παγκόσμια συμπάθεια. Στη φιλοσοφία του Νίτσε απουσιάζει η συμπάθεια. Συχνά κηρύττει κατά της συμπάθειας - εδώ διαισθάνεται κανείς ότι ο ίδιος δεν έχει καμία δυσκολία στη εφαρμογή της φιλοσοφίας του. Μπαίνει λοιπόν το ερώτημα ∙ εάν ο Βούδδας και ο Νίτσε συζητούσαν «ενώπιος ενωπίω» τι επιχειρήματα θα πρόβαλλαν για να πείσουν τον συνομιλητή τους; Και δεν εννοώ πολιτικά επιχειρήματα. Μπορούμε να τους φανταστούμε, λοιπόν, ενώπιον του Μεγαλοδύναμου να του λένε τη γνώμη τους, όπως στο πρώτο κεφάλαιο του Βιβλίου του Ιώβ, για το ποιόν του κόσμου που θα έπρεπε να δημιουργήσει. Τι θα μπορούσαν να πουν;

Ο Βούδδας θα άνοιγε τη συζήτηση μιλώντας για τους λεπρούς, τους παρίες, του δυστυχισμένους ˙ οι φτωχοί, θα ‘λεγε, αποκαμωμένοι με τα πληγιασμένα πόδια τους μόλις και μετά βίας κρατιούνται ζωντανοί με το λίγο φαΐ που τους προσφέρεται, οι πληγωμένοι στη μάχη πεθαίνουν σε βασανιστική αγωνία, τα ορφανά τα κακομεταχειρίζονται άσπλαχνοι παιδονόμοι ˙ και οι πιο πετυχημένοι στη ζωή κατατρύχονται από τη σκέψη της διάψευσης και του θανάτου. Από όλο αυτό το φορτίο της θλίψης μόνο ένας δρόμος σωτηρίας υπάρχει ˙ αυτός της αγάπης.

Ο Νίτσε, που μόνο ο Ύψιστος θα εμπόδιζε να τον διακόψει, θα ξεσπούσε όταν ερχόταν η σειρά του: «Για τ’ όνομα του θεού, άνθρωπε μου, θα πρέπει να μάθεις να είσαι σκληρόπετσος. Γιατί πρέπει να μυξοκλαίς επειδή ο λαουτζίκος στενάζει; Ή αν το θέλεις αλλιώς, επειδή σημαντικοί άνθρωποι αναξιοπαθούν; Οι ασήμαντοι και μεσ’ το πόνο τους παραμένουν μίζεροι, οι τρανοί και στη δυστυχία τους διατελούν αγέρωχοι, τα βάσανα τους δεν είναι για λύπηση επειδή είναι ευγενή. Το ιδανικό σου δεν έχει τίποτα το θετικό ˙ “δεν υποφέρω” σημαίνει “δεν υπάρχω”. Εγώ, από την άλλη μεριά, είμαι περισσότερο αισιόδοξος. Θαυμάζω τον Αλκιβιάδη, τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο το Δεύτερο, όπως και τον Ναπολέοντα. Για χάρη τους κάθε δυστυχία είναι καλοδεχούμενη. Κάνω έκκληση σε σένα Κύριε, τον μέγα Τέκτονα, μην αφήσεις να χειραγωγηθεί η δημιουργική σου δύναμη από το εκφυλισμένο φοβικό παραμιλητό αυτού του αξιοθρήνητου ψυχοπαθή.

Ο Βούδδας, - που στην Αυλή του Παραδείσου παρακολούθησε όλη την Ιστορία μετά τον θάνατο του, σπούδασε την Επιστήμη με ευχαρίστηση για τη γνώση που φέρνει αλλά λυπήθηκε για τον τρόπο που την χρησιμοποιούν οι άνθρωποι – απάντησε με γαλήνια ηρεμία. “ ¨Δεν έχεις δίκιο κ. Καθηγητά, να πιστεύεις ότι τα δικά μου ιδανικά δεν προσφέρουν κάτι. Πράγματι, έχουν κάποιο αρνητικό στοιχείο, την έλλειψη οδύνης ˙ έχουν όμως πολύ περισσότερα θετικά στοιχεία απ’ όσα μπορεί να βρει κανείς στις δικές σου ιδέες. Δεν τρέφω κάποιο ιδιαίτερο θαυμασμό για τον Αλκιβιάδη και τον Ναπολέοντα, έχω όμως κι εγώ τους ήρωες μου: Τον Παράκλητο μου Ιησού, γιατί δίδαξε ν’ αγαπάμε τους εχθρούς μας ˙ τους επιστήμονες που τιθάσευσαν τη φύση και μας εξασφάλισαν τροφή με λιγότερο κόπο ˙ τους θεραπευτές που μας ανακούφισαν από τις αρρώστιες ˙ τους ποιητές, τους καλλιτέχνες και τους μουσικούς που συλλάβανε στιγμές Θείας Ομορφιάς.

Η αγάπη, η γνώση, και η τέρψη από το Κάλλος δεν είναι ψευδαισθήσεις ˙ Φτάνουν για να γεμίσουν τις ζωές και των επιφανέστερων ανθρώπων.”

“Αναμασάτε τα ίδια πράγματα”, απάντησε ο Νίτσε, “ο κόσμος σας είναι ανούσιος. Θα ‘πρεπε να μελετήσετε Ηράκλειτο, που τα έργα του άντεξαν στους αιώνες. Η αγάπη σας είναι οίκτος που τη δημιουργεί ο πόνος · η αλήθεια σας, εάν είστε αρκετά έντιμος να το παραδεχτείτε, είναι δυσάρεστη και διδάσκεται μόνο από την οδύνη ˙ κι όσον αφορά την Ομορφιά, υπάρχει πιο όμορφο πράγμα από τον τίγρη που χρωστά τη μεγαλοπρέπεια του στη άγρια υπόσταση του; Όχι, εάν ο Θεός διάλεγε να φτιάξει έναν κόσμο σα τον δικό σας, θα πεθαίναμε όλοι από πλήξη. ”

“Εσείς μπορεί,” απάντησε ο Βούδδας, “επειδή ηδονίζεστε με τον πόνο και η αγάπη σας για ζωή είναι φενάκη. Μα αυτός που πραγματικά αγαπά τη ζωή θα ήταν ευτυχής στον κόσμο μου, πολύ περισσότερο απ’ αυτούς που βιώνουν τη κοινωνία όπως είναι”…

Πηγή: «The History of Western Philosophy” by Bertrand Russel, pp 771 – 772

Παρασκευή, Ιουλίου 13, 2007

Κι όταν το πέλαγο διαβείς, σε εύφορο όχτο θα βρεθείς

… μ τ τοι γεμνος γε ποθ παρ νη μελσθω, στν δ στσας, ν θ στα λευκ πετσσας σθαι· τν δ κ τοι πνοι Βοραο φρσιν. λλ πτ ν δ νη δι κεανοο περσς, νθ κτ τε λχεια κα λσεα Περσεφονεης, μακρα τ αγειροι κα ται λεσκαρποι, να μν ατο κλσαι π κεαν βαθυδν

… για πλοηγό στο σκαρί σου μη σε νοιάζει· στήσ’ το κατάρτι, όρτσα τα λευκά πανιά, και κάτσε. Το πλοίο θ΄ αρμενίσει με του βοριά το φύσημα. Κι όταν το πέλαγο διαβείς, σε εύφορο όχτο θα βρεθείς, στης Περσεφόνης το δασί με τις ιτιές τις άκαρπες και τις ψηλές τις λεύκες,– εμπιστεύσου το καράβι εκεί, στον ίδιο τον ωκεανό με τις βαθιές του δίνες..

Πηγή:“ Ομήρου Οδύσσεια”, Ραψωδία κ, στίχοι 504-510

Σάββατο, Ιουνίου 23, 2007

Το να ξέρεις ν’ ακούς είναι ύψιστο αγαθό


Ιδού: Είναι το Κα που σε κάνει Ακροατή…

…Εάν το άκουσμα σε διαπερνά, τότε ακροάσαι.

Όταν μάθεις ν’ ακούς μπορείς να εκφέρεις τον Λόγο, γιατί

Το να ξέρεις ν’ ακούς είναι ύψιστο αγαθό

Που λαμπρύνει τον Ακροατή…

…αφού έτσι εκδηλώνει απέραντη αγάπη…

…Αυτός που μπορεί ν΄ ακούει είναι ο αγαπημένος των Θεών,

Και μισούν οι θεοί αυτόν που δεν μπορεί ν’ ακούσει.

Επειδή η καρδιά είναι το όργανο της ακοής…

Πηγή: Από τις “Παραινέσεις του Ptha – Hotep

  • Ο Βεζύρης Φθά Χοτέπ, που υπηρέτησε τον Φαραώ Ιζέζι πριν από 4500 χρόνια περίπου, έγραψε τις «Παραινέσεις» προς τον γιό του σε 37 αποφθέγματα. Σε αυτές αναλύονται οι ανθρώπινες σχέσεις. Σώζονται 4 αντίγραφα σε τρία διαφορετικά μουσεία. Το πληρέστερο, απ’ όπου και η μετάφραση, φυλάσσεται με τον πάπυρο Prisse στην Bibliothéque Nationale, στο Παρίσι.
  • Το Κα εκφράζει την Αρμονία στον Κόσμο και κατέχει σημαντική θέση στην Αιγυπτιακή Θεολογία.

Παρασκευή, Ιουνίου 01, 2007

Υποθέτω ότι προέκυψε άλλος. Εσείς τι λέτε;

Γνωρίζει, γράφει, ότι η στήλη ασχολείται κυρίως με πολιτιστικά θέματα, αλλά επειδή -το έχει διαβάσει κι εδώ- όλα είναι πολιτισμός, εκτιμά ότι μπορεί να σταθεί και στη δική του περίπτωση, που είναι ο χωρισμός από έναν έρωτα.
Όλα -ή περίπου- τα χωράει η στήλη, ακόμα κι ένα θέμα όπως αυτό, μολονότι είναι της αρμοδιότητας κάποιων περιοδικών και τηλεοπτικών εκπομπών. Πολύ περισσότερο όταν, στην προκειμένη περίπτωση, δεν είναι και κατανοητό τι ζητάει ο άνθρωπος.
Αλλά ας μην τον κακοκαρδίσουμε στην κατάσταση που βρίσκεται.
«Μα τα πηγαίναμε τόσο καλά (...). Μέχρι χθες μου έλεγε ότι μ' αγαπά κι ότι δεν μπορεί να κάνει χωρίς εμένα (...) Και ξαφνικά μου λέει "τέλος". Υποθέτω ότι προέκυψε άλλος. Εσείς τι λέτε;»
Ας δεχτούμε ότι προέκυψε άλλος με τη θετική εκδοχή ότι είναι ευκαιρία ανανέωσης και για τους δύο.
«Αυτός ο άλλος είναι ευεργέτης μου μεγάλος» τραγουδούσε ο αείμνηστος Νίκος Γούναρης, ο οποίος, πάντως, σε ένα άλλο το 'παιρνε αλλιώς: «Αχ, αυτός ο άτιμος ήθελε μαχαίρωμα». Αλλά καλό είναι να μην φτάνουμε έως εκεί.
Γεγονός είναι ότι στη ζωή (κι ας το φιλοσοφήσουμε λίγο) κάθε τόσο αποχαιρετούμε και κάτι: έρωτες, φιλίες, προσφιλή πρόσωπα, τόπους, ενασχολήσεις, όργανα του σώματός μας και κάποτε, αναπόφευκτα, την ίδια μας τη ζωή.
Η αείμνηστη συγγραφέας Λιλή Ζωγράφου, η οποία είχε ζήσει, καθ' ομολογίαν της, μια πλούσια ερωτική ζωή, όντας πλέον παροπλισμένη, είχε απαντήσει, συνεντευξιαζόμενη, στην ερώτηση πώς καλύπτει το ερωτικό κενό: «Υπάρχει η πίκρα για ένα φαγοπότι στο οποίο δεν υπάρχει θέση για σένα, αλλά το φιλοσοφείς, λες η ζωή είναι δίπλα μου, κυλάει, και υπάρχει ένα τραπέζι στο οποίο δεν συμμετέχω».

Πηγή: "Περί έρωτος... γενικώς" Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΚΙΩΝΗ. Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ της 20/5/07

Σάββατο, Μαΐου 19, 2007

Καλύτερα να 'σαι ορμητικός παρά πράος

… Io iudico bene questo, che sia meglio essere impetuoso che respettivo; perché la fortuna è donna, et è necessario, volendola tenere sotto, batterla et urtarla. E si vede che la si lascia più vincere da questi, che da quelli che freddamente procedano. E però sempre, come donna, è amica de' giovani, perché sono meno respettivi, più feroci e con più audacia la comandano…

… Νομίζω μάλιστα πως καλύτερα να 'σαι ορμητικός παρά πράος, γιατί η τύχη είναι γυναίκα και πρέπει, αν θες να την υποτάξεις, να τη χτυπάς και να τη σπρώχνεις. Και βλέπουμε πως αφήνεται να νικηθεί από τέτοιους κι όχι απ' όσους της φέρνονται με ψυχρότητα. Και καθώς γυναίκα, αγαπάει πάντα τους νέους, γιατί της φέρνονται με λιγότερη συστολή, είναι πιο άγριοι και την προστάζουν με μεγαλύτερη τόλμη…

Πηγή: Il Principe da Niccolò Machiavelli.

  • Η μετάφραση είναι του Νίκου Καζαντζάκη από το βιβλίο «Ο Ηγεμόνας», Εκδόσεις Καζαντζάκη

Παρασκευή, Μαΐου 04, 2007

Ανθρωποπάζαρο

Eκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, από κόπωση, ανία, οικονομική στενότητα, εθισμό, ενδοοικογενειακή δυσφορία ή ό, τι άλλο, καρφώνονται κάθε μέρα μπροστά στο γυαλί, με τη λαθεμένη αίσθηση πως βρίσκονται εκτός του, ενώ στην πραγματικότητα είναι στο εσωτερικό του. Επίσης κάθε μέρα, εκατοντάδες, μπορεί και χιλιάδες, άνθρωποι βρίσκονται μέσα στο γυαλί, σαν υλικό του παρασκευαζόμενου θεάματος. Δεν μιλάω για τους «αναγνωρίσιμους», τους τηλεοπτικούς, καλλιτεχνικούς και πολιτικούς αστέρες και αστερίσκους, που όσο και να χαίρονται τη λάμψη τους, τους τρώει η αγωνία πως είναι (σχεδόν εξ ορισμού) προσωρινή. Μιλάω για τα «αναλώσιμα» του τηλεθεάματος, τους «λοιπούς πολίτες», τα ανθρωπάκια του Θεού «άδοξα πού ’ναι», που με δέλεαρ κάποιο δώρο, ένα «εισιτήριο προς την επιτυχία» ή μισό δευτερόλεπτο εμφάνισης, αλέθονται «για να περάσει ευχάριστα» το θεριό που ακούει στο όνομα «τηλεοπτικό κοινό», και πολύ πιο ευχάριστα οι ούτως ειπείν θηριοερεθιστές, οι τηλεάρχοντες.

Είτε ως παίκτες εμφανίζονται όλοι αυτοί είτε ως κοινό στριμωγμένο σε πλατό, είναι πρόδηλο ότι οφείλουν να συμμορφωθούν προς τους όρους ενός άγραφου συμβολαίου, ο κυριότερος των οποίων είναι και ο απλούστερος: πρέπει να υπομείνουν αδιαμαρτύρητα κάθε είδους εξευτελισμό, τον πνευματικό και ψυχικό προπηλακισμό τους· να μαϊμουδίσουν, να υποκριθούν ότι ουρλιάζουν από χαρά, να παραστήσουν ότι τραγουδούν ή χορεύουν, να προσφέρουν στον αχόρταγο δημόσιο οφθαλμό τα πιο κρυφά τους μυστικά, ενίοτε μάλιστα διογκωμένα για ν’ ακουστούν εντυπωσιακότερα.

Για ένα ιδιόμορφο ανθρωποπάζαρο πρόκειται, για ένα τηλεπάζαρο που τυπικά, μόνο τυπικά, γίνεται με όρους ελευθερίας: φαινομενικά, ουδείς εξαναγκάζει ουδένα να αυτογελοιοποιηθεί ή να δεχτεί αγόγγυστα να τον ειρωνεύονται σκαιότατα οι «τελετάρχες», σίγουροι για την εξουσία τους, σίγουροι δηλαδή ότι κανείς δεν δικαιούται και δεν μπορεί να ξεφύγει από τη δεσποτεία τους και τους στυγνούς της όρους. Να ψέξει κανείς όσους τηλεφωνούν μεσημεριάτικα στις εκπομπές του κουτσομπολιού για να «καταγγείλουν» τη «βλάχα» την πεθερά τους, την «ψηλομύτα» τη νύφη τους ή τον μπατζανάκη τους; Να τους ψέξει. Πρώτα όμως έχει να ψέξει όσους έστησαν αυτούς τους μηχανισμούς όχι απλώς υποδοχής, αλλά εκμαίευσης «παραπόνων» πάσης φύσεως. Να καταγγείλει όσους εμπορεύονται χυδαία τις αδυναμίες ανθρώπων που οι μικρές τους κοινότητες τους προστάτευαν κάποτε ακόμα και με τον τρόπο του πειράγματος. Πάντως, το ότι χρειάζεται ο φόβος του προστίμου για να σεβόμαστε τα στοιχειώδη, δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι χαλάσαμε βαθιά, πολύ βαθιά.

Πηγή: «Αναλώσιμοι του τηλεπάζαρου» του Παντελη Μπουκαλα. Εφημερίδα «H KAΘHMEPINH»

Παρασκευή, Απριλίου 27, 2007

Εξημερωμένος θα πει να κάνεις δεσμούς

C'est alors qu'apparut le renard.

-Bonjour, dit le renard.

-Bonjour, répondit poliment le petit prince, qui se tourna mais ne vit rien.

-Je suis là, dit la voix, sous le pommier.

-Qui es-tu? dit le petit prince. Tu es bien joli…

-Je suis un renard, dit le renard.

-Viens jouer avec moi, lui proposa le petit prince. Je suis tellement triste…

-Je ne puis pas jouer avec toi, dit le renard. Je ne suis pas apprivoisé

-Ah! Pardon, fit le petit prince.

Mais après réflexion, il ajouta :

-Qu'est-ce que signifie "apprivoiser"?

-Tu n'es pas d'ici, dit le renard, que cherches-tu?

-Je cherche les hommes, dit le petit prince.Qu'est-ce que signifie "apprivoiser"?

-Les hommes, dit le renard, ils ont des fusils et ils chassent. C'est bien gênant! Il élèvent aussi des poules. C'est leur seul intérêt. Tu cherches des poules?

-Non, dit le petit prince. Je cherche des amis.Qu'est-ce que signifie "apprivoiser"?

-C'est une chose trop oubliée, dit le renard. Ca signifie "Créer des liens…"

-Créer des liens?

-Bien sûr,dit le renard. Tu n'es encore pour moi qu'un petit garçon tout semblable à cent mille petits garçons. Et je n'ai pas besoin de toi. Et tu n'a pas besoin de moi non plus. Je ne suis pour toi qu'un renard semblable à cent mille renards. Mais, si tu m'apprivoises, nous aurons besoin l'un de l'autre. Tu seras pour moi unique au monde. Je serai pour toi unique au monde…

-Je commence à comprendre, dit le petit prince. Il y a une fleur… je crois qu'elle m'a apprivoisé…

-C'est possible, dit le renard. On voit sur la Terre toutes sortes de choses…

-Oh! ce n'est pas sur la Terre, dit le petit prince. Le renard parut très intrigué :

-Sur une autre planète ?

-Oui.

-Il y a des chasseurs sur cette planète-là ?

-Non.

-Ca, c'est intéressant! Et des poules ?

-Non.

-Rien n'est parfait, soupira le renard.

Mais le renard revint à son idée :

-Ma vie est monotone. Je chasse les poules, les hommes me chassent. Toutes les poules se ressemblent, et tous les hommes se ressemblent. Je m'ennuie donc un peu. Mais si tu m'apprivoises, ma vie sera comme ensoleillée. Je connaîtrai un bruit de pas qui sera différent de tous les autres. Les autres pas me font rentrer sous terre. Le tien m'appelera hors du terrier, comme une musique. Et puis regarde! Tu vois, là-bas, les champs de blé? Je ne mange pas de pain. Le blé pour moi est inutile. Les champs de blé ne me rappellent rien. Et ça, c'est triste! Mais tu a des cheveux couleur d'or. Alors ce sera merveilleux quand tu m'aura apprivoisé! Le blé, qui est doré, me fera souvenir de toi. Et j'aimerai le bruit du vent dans le blé…

Le renard se tut et regarda longtemps le petit prince :

-S'il te plaît… apprivoise-moi! dit-il.

-Je veux bien, répondit le petit prince, mais je n'ai pas beaucoup de temps. J'ai des amis à découvrir et beaucoup de choses à connaître.

-On ne connaît que les choses que l'on apprivoise, dit le renard. Les hommes n'ont plus le temps de rien connaître. Il achètent des choses toutes faites chez les marchands. Mais comme il n'existe point de marchands d'amis, les hommes n'ont plus d'amis. Si tu veux un ami, apprivoise-moi!

-Que faut-il faire? dit le petit prince.

-Il faut être très patient, répondit le renard. Tu t'assoiras d'abord un peu loin de moi, comme ça, dans l'herbe. Je te regarderai du coin de l'oeil et tu ne diras rien. Le langage est source de malentendus. Mais, chaque jour, tu pourras t'asseoir un peu plus près…

Le lendemain revint le petit prince.

Kαι τότε εμφανίστηκε η αλεπού.

-Καλημέρα, είπε η αλεπού.

-Καλημέρα αποκρίθηκε ευγενικά ο μικρός πρίγκιπας, που γύρισε αλλά δεν είδε τίποτα.
-Εδώ είμαι, είπε η φωνή, κάτω απ’ τη μηλιά…

-Τι είσαι εσύ; είπε ο μικρός πρίγκιπας, είσαι πολύ όμορφη…
-Είμαι αλεπού, είπε η αλεπού.
-Έλα να παίξουμε, της πρότεινε ο μικρός πρίγκιπας. Είμαι πολύ λυπημένος…
-Δεν μπορώ να παίξω μαζί σου, είπε η αλεπού. Δεν είμαι εξημερωμένη.
-Α! συγγνώμη, έκανε ο μικρός πρίγκιπας.
Μα έπειτα από σκέψη, πρόσθεσε:
-Τι θα πει εξημερωμένη;
-Δεν είσαι από δω, είπε η αλεπού, ψάχνεις για κάτι;
-Ψάχνω για τους ανθρώπους, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Τι θα πει εξημερωμένη;
-Οι άνθρωποι, είπε η αλεπού, έχουν ντουφέκια και κυνηγούν. Φοβερό πράγμα! Τρέφουν όμως και κότες. Είναι το μόνο τους καλό. Ψάχνεις για κότες;
-Όχι, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Ψάχνω για φίλους. Τι θα πει εξημερωμένη;
-Είναι κάτι ξεχασμένο είπε η αλεπού. Θα πει να κάνεις δεσμούς…
-Να κάνεις δεσμούς;
-Βεβαίως, είπε η αλεπού. Εσύ δεν είσαι για μένα παρά ένα αγοράκι ίδιο με εκατό χιλιάδες άλλα αγοράκια. Και δεν σε έχω ανάγκη. Ούτε και εσύ με έχεις ανάγκη. Για εσένα δεν είμαι παρά μια αλεπού ίδια με εκατό χιλιάδες άλλες αλεπούδες. Αν όμως με εξημερώσεις, θα έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλο. Θα είσαι για μένα μοναδικός στον κόσμο. Θα είμαι για σένα μοναδική στον κόσμο.
-Αρχίζω να καταλαβαίνω, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Υπάρχει κάποιο λουλούδι… νομίζω ότι με έχει εξημερώσει.
-Είναι πιθανό, είπε η αλεπού. Βλέπουμε πάνω στη γη τόσα και τόσα...
-Α! Μα δεν είναι πάνω στη γη ! είπε ο μικρός πρίγκιπας.
Η αλεπού φάνηκε να παραξενεύεται.
-Σε άλλον πλανήτη;
-Ναι.
-Υπάρχουν κυνηγοί στον πλανήτη σου;
-Όχι.
Ενδιαφέρον αυτό! Κότες;
-Ούτε.
-Τίποτα δεν είναι τέλειο, αναστέναξε η αλεπού.
Η αλεπού όμως ξανάπιασε την αρχική της σκέψη.
-Η ζωή μου είναι μονότονη. Κυνηγάω κότες, με κυνηγάνε οι άνθρωποι. Όλες οι κότες μοιάζουν και όλοι οι άνθρωποι μοιάζουν. Βαριέμαι λίγο λοιπόν. Αν όμως με εξημερώσεις, η ζωή μου θα λάμψει. Θα αναγνωρίζω έναν ήχο βημάτων που θα είναι διαφορετικός από όλους τους άλλους. Τα βήματα των άλλων με κάνουν και χώνομαι στη γη. Τα δικά σου θα με φωνάζουν έξω από τη γη, σαν να ‘ναι μουσική. Κι έπειτα δες! Να, κάτω εκεί, βλέπεις εκείνα τα σπαρμένα χωράφια; Εγώ δεν τρώω ψωμί. Το στάρι για μένα είναι άχρηστο. Τα στάχυα στα χωράφια δεν μου θυμίζουν τίποτα. Κι αυτό είναι λυπηρό! Εσύ όμως έχεις χρυσαφένια μαλλιά. Έτσι ,θα είναι υπέροχα όταν με εξημερώσεις! Το χρυσαφένιο στάρι θα μου θυμίζει εσένα. Και θα αγαπώ τη βουή του ανέμου μες στα στάχυα.
Η αλεπού σώπασε και κοίταξε για αρκετή ώρα τον μικρό πρίγκιπα.
-Σε παρακαλώ, εξημέρωσε με! είπε.
-Θα το ‘θελα πολύ, απάντησε ο μικρός πρίγκιπας, αλλά δεν έχω πολύ καιρό. Έχω να ανακαλύψω φίλους και να μάθω πολλά.

-Δε μαθαίνεις παρά τα πράγματα που εξημερώνεις, είπε η αλεπού. Οι άνθρωποι δεν έχουν καιρό να γνωρίσουν τίποτα. Τα παίρνουν όλα έτοιμα από τα μαγαζιά. Αλλά αφού δεν υπάρχουν μαγαζιά που να πουλάνε φίλους, οι άνθρωποι δεν έχουν φίλους. Αν θέλεις ένα φίλο, εξημέρωσε με!
-Τι πρέπει να κάνω; είπε ο μικρός πρίγκιπας;
-Πρέπει να έχεις μεγάλη υπομονή, απάντησε η αλεπού. Θα καθίσεις πρώτα λίγο μακριά μου, έτσι, στο χορτάρι. Θα σε κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου και εσύ δεν θα λες τίποτα. Οι λέξεις είναι πηγή παρεξηγήσεων. Αλλά κάθε μέρα θα μπορείς να κάθεσαι λιγάκι πιο κοντά.
Την άλλη μέρα ξανάρθε ο μικρός πρίγκιπας
-Θα ήταν καλύτερα να έρχεσαι πάντα την ίδια ώρα, είπε η αλεπού. Αν έρχεσαι, για παράδειγμα, στις τέσσερις το απόγευμα, από τις τρεις θα αρχίζω να είμαι ευτυχισμένη. Όσο η ώρα θα περνά, τόσο θα νιώθω ευτυχισμένη. Στις τέσσερις πια, θα πηγαινοέρχομαι και θα ανησυχώ. Θα ανακαλύψω την αξία της ευτυχίας! Αλλά αν έρχεσαι όποτε να ‘ ναι, ποτέ δεν θα ξέρω πότε ακριβώς να σου έχω ανοίξει την καρδιά μου. Χρειάζεται τελετουργία.
-Τι θα πει τελετουργία; είπε ο μικρός πρίγκιπας.
-Είναι κι αυτό κάτι ξεχασμένο, είπε η αλεπού.
-Είναι αυτό που κάνει τη μια μέρα να διαφέρει από την άλλη, τη μια ώρα από την άλλη. Οι κυνηγοί μου, για παράδειγμα έχουν κάποια τελετουργία. Χορεύουν κάθε Πέμπτη με τα κορίτσια του χωριού. Έτσι η Πέμπτη είναι υπέροχη μέρα! Πάω καμιά βόλτα μέχρι το αμπέλι. Αν όμως οι κυνηγοί χόρευαν οποτεδήποτε, όλες οι μέρες θα ήταν ίδιες και εγώ δεν θα είχα στιγμή ξεκούρασης.
Έτσι ο μικρός πρίγκιπας εξημέρωσε την αλεπού. Και όταν πλησίασε η ώρα που θα έφευγε..
-Αχ! είπε η αλεπού. Θα κλάψω.
-Εσύ φταις, είπε ο μικρός πρίγκιπας, εγώ δεν ήθελα το κακό σου, εσύ όμως ήθελες να σε εξημερώσω..
-Και βέβαια, είπε η αλεπού.
-Όμως θα κλαις, είπε ο μικρός πρίγκιπας.
-Και βέβαια, είπε η αλεπού.
-Τότε δεν κέρδισες τίποτα!
-Κέρδισα, είπε η αλεπού, αφού υπάρχει το χρώμα του σταριού! Και πρόσθεσε:
-Πήγαινε να ξαναδείς τα τριαντάφυλλα. Θα καταλάβεις ότι το δικό σου είναι μοναδικό στον κόσμο. Όταν ξανάρθεις να μου πεις αντίο θα σου δωρίσω ένα μυστικό.
Ο μικρός πρίγκιπας πήγε να ξαναδεί τα τριαντάφυλλα.
-Δε μοιάζετε καθόλου με το τριαντάφυλλο μου, δεν είστε τίποτα ακόμα, τους είπε. Κανένας δεν σας εξημέρωσε και δεν εξημερώσατε κανένα. Είστε όπως ήταν η αλεπού μου. Μια αλεπού σαν εκατό χιλιάδες άλλες. Έγινε όμως φίλη μου και τώρα είναι μοναδική στον κόσμο.
Και τα τριαντάφυλλα στενοχωρήθηκαν.
-Είστε όμορφα ,μα είστε άδεια, τους είπε ακόμα. Κανένας δεν μπορεί να πεθάνει για χάρη σας. Βέβαια, ένας τυχαίος περαστικός θα νόμιζε ότι το δικό μου σας μοιάζει. Όμως εκείνο, μόνο του, είναι πολύ πιο σημαντικό από ότι είστε όλα μαζί, γιατί εκείνο το πότισα∙ γιατί εκείνο το έβαλα κάτω από τη γυάλα∙ γιατί εκείνο το προστάτεψα από τον αέρα∙ γιατί για χάρη του σκότωσα τις κάμπιες (εκτός από δυο, τρεις που άφησα να γίνουν πεταλούδες)∙ γιατί εκείνο το άκουσα να κλαίει η να παινεύεται η και καμιά φορά να σωπαίνει∙ γιατί είναι το τριαντάφυλλο μου .
Και ξαναπήγε στην αλεπού.
-Γεια σου ,της είπε.
-Γεια σου, είπε η αλεπού. Άκου το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά. Η ουσία δεν φαίνεται με τα μάτια.
-Η ουσία δεν φαίνεται με τα μάτια, επανέλαβε και ο μικρός πρίγκιπας για να το θυμάται.
-Ο χρόνος που αφιέρωσες στο τριαντάφυλλο σου είναι που κάνει το τριαντάφυλλο σου τόσο σημαντικό.
-Ο χρόνος που αφιέρωσα στο τριαντάφυλλο μου… είπε και ο μικρός πρίγκιπας για να το θυμάται.
-Οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει αυτή την αλήθεια, είπε η αλεπού. Εσύ όμως δεν πρέπει να την ξεχάσεις. Θα σαι για πάντα υπεύθυνος για εκείνα που έχεις εξημερώσει. Είσαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλο σου..
-Είμαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλο μου .. επανέλαβε ο μικρός πρίγκιπας για να το θυμάται.

Πηγή: «Le Petit prince» de Antoine de Saint Exupéry

  • Η μετάφραση είναι της Αντιγόνης Κανελλάκη

Πέμπτη, Απριλίου 12, 2007

Όχι πια δοκιμές με τη σπάθα, αλλά ένα διακριτικό και ευγενικό τσίμπημα

…Blessed be the man who invented goads! Blessed the innkeeper of Bouchet St. Nicolas, who introduced me to their use! This plain wand, with an eighth of an inch of pin, was indeed a sceptre when he put it in my hands. Thenceforward Modestine was my slave. A prick, and she passed the most inviting stable door. A prick, and she broke forth into a gallant little trotlet that devoured the miles. It was not a remarkable speed, when all was said; and we took four hours to cover ten miles at the best of it. But what a heavenly change since yesterday! No more wielding of the ugly cudgel; no more flailing with an aching arm; no more broadsword exercise, but a discreet and gentlemanly fence. And what although now and then a drop of blood should appear on Modestine’s mouse-coloured wedge-like rump? I should have preferred it otherwise, indeed; but yesterday’s exploits had purged my heart of all humanity. The perverse little devil, since she would not be taken with kindness, must even go with pricking…

…Ευλογημένος ο άνθρωπος που επινόησε τη βουκέντρα! Ευλογημένος ο ξενοδόχος του Αγίου Νικολάου που με μύησε στη χρήση της! Από εκείνη τη στιγμή η Μοντεστίν έγινε ο σκλάβος μου, η κινητή μου περιουσία, ο πιο υπάκουος, ταπεινός υπηρέτης. Ένα κέντρισμα για να προσπεράσει και την πιο ελκυστική σταβλόπορτα! Ένα κέντρισμα για να ξεσπάσει σ' ένα κομψό, μικρό καλπασμό που καταβρόχθιζε τα χιλιόμετρα! Δεν ήταν καθόλου γρήγορη όταν την απέκτησα· μας πήρε τέσσερις ώρες για να καλύψουμε δέκα μίλια· όμως, τι ουράνια αλλαγή από χθες! Όχι πια βουρδουλιές με το άσχημο ματσούκι· όχι πια χτυπήματα μ' έναν πονεμένο χέρι· όχι πια δοκιμές με τη σπάθα, αλλά ένα διακριτικό και ευγενικό τσίμπημα. Όμως τι γίνεται που πότε πότε εμφανίζεται μια σταγόνα αίμα στο γκρίζο, σφηνοειδές καπούλι της Μοντεστίν; Στ' αλήθεια, θα προτιμούσα τα πράγματα να' ταν αλλιώς, αλλά οι χτεσινές μου περιπέτειες είχαν αδειάσει την καρδιά μου από κάθε ανθρωπιά. Η ξεροκέφαλη μικρή διαβόλισσα, αφού δεν καταλαβαίνει από καλοσύνη, θα πάρει μπρος με τη βουκέντρα…

Πηγή: Travels with a Donkey in the Cévennes by Robert Louis Stevenson

  • Η μετάφραση είναι της Κατερίνας Σχοινά

  • Ο Robert Louis Stevenson είναι γνωστός για τη novella Strange Case of Dr Jekyll and Mr Hyde’, μια διείσδυση στη διπλή προσωπικότητα και το υποσυνείδητο

Τετάρτη, Απριλίου 04, 2007

Δικάζουν και δικάζονται

… «- Αμήν λέγω υμίν ότι εις εξ υμών παραδώσει με»

Στα λόγια τούτα του Κυρίου ο Δείπνος γίνεται θάλασσα ανησυχίας, που φεύγει απότομα από το Χριστό. Σαν από πλοίο, υψώνει δυό κύματα στις δύο τριάδες των Αποστόλων δεξιά κι’ αριστερά του Κυρίου και βράζει ως τους δύο ακρινούς αποστόλους. Οι απόστολοι σχίζουν τα ρούχα τους. Κυττάζονται. Ρωτούν τον εαυτό τους. Το βλέμμα τους βυθίζεται στην άβυσσο του ψυχικού των κόσμου. Δικάζουν και δικάζονται. Είμαι γώ; Άλλοι ρωτούν ακόμα την ψυχή τους. Άλλοι ταξίδεψαν την άβυσσο της μονομιάς, ανέβηκαν στην επιφάνεια και διαλαλούν με την έκφρασι του προσώπου, με τη στάσι, με την κίνηση των χεριών πως είνε αθώοι. Μα η προδοσία κάπου είνε…

… Ναι, ήρθεν η ώρα ο Μυστικός Δείπνος να μπή στη γλώσσα της ζωγραφικής. Οι απόστολοι να γίνουν δώδεκα άνθρωποι, οι δώδεκα άνθρωποι να γίνουν πλήθος κινημένο – και οργανωμένο – γύρω από τον κεραυνό του λόγου. Ο Κουατροτσέντο δεν είχε κατορθώσει να μετρηθεί με το θέμα. Ζωγράφισε το Μυστικό Δείπνο με τους νατουραλιστές του, με τον Καστάνιο και τον Γκιρλαντάγιο. Μα το δράμα του ξέφυγε. Ήταν συγκεντρώσεις όχι συνθέσεις…

… Τοποθετούν τον Ιούδα ολομόναχο στη μια μακρυά πλευρά του τραπεζιού και μαζεύουν όλους τους άλλους αποστόλους στην αντίθετη. Δεν αφήνουν τίποτε για το θεατή. Του φωνάζουν: «Νάτος, αυτός είνε». Τον τιμώρησαν από τώρα. Ενας τέτοιος Ιούδας κι αν δεν κρεμαστή θα πεθάνη από πλήξι στη εξορία που τον έστειλαν. Έπρεπε νάρθουν η φύσις κ’ η επιστήμη να τον βγάλουν από κεί. Έπρεπεν αυτές με την αιχμή του μολυβιού του Ντα Βίντσι να τον στείλουν στους δώδεκα, να κάμη και τους δώδεκα ένοχους, να κινήση το πλήθος, να συνθέση το δράμα…

Πηγή: «Σχεδιάσματα» του Ζαχ. Παπαντωνίου. Εκδόσεις Εστία

Τετάρτη, Μαρτίου 21, 2007

Πόσο βαθύ κι ασήμαντο συνάμα

Πόσο βαθύ κι ασήμαντο συνάμα,
της Ζωής και της Τέχνης σου το δράμα,

σ' ένα παιχνίδι μάταιο και γελοίο,
του Νου σου να σκορπάς το μεγαλείο!

Μέρα-νύχτα να παίζεις με τις λέξεις,
πως, πρέπει, μεταξύ των, να τις πλέξεις

και πως, μαζί, να σμίξεις κάποιους ήχους,
ώστε να κλείσεις τ' Όνειρο σε στίχους!

Πόσος κόπος και πόνος κι αγωνία,
να πλάσεις απ' τη θλίψη σου αρμονία

και να τη πλάσεις μ' όλους σου τους τρόπους,
για να τη ξαναδώσεις στους ανθρώπους!

Μήτε κι αληθινά που ξέρω πράμα
πιο θλιβερό, απ' του πόνου σου το δράμα,

του Πόνου αυτού, που στέργει για κλουβί του,
το χώρο ενός ανθρώπινου αλφαβήτου!

Κι αφού, σα τα μικρά παιδάκια, παίξεις,
τόσο καιρό, με ρίμες και με λέξεις

κι όλες σου τις ελπίδες αφανίσεις,
χαμένος, όλος, μεσ' στις αναμνήσεις,

μόλις φανούν οι πρώτες μαύρες τύψεις
κι έρθ' η στιγμή να σκύψεις, να μη σκύψεις,

μα παίρνοντας μαζί το θησαυρό σου,
το Γολγοθά σου ανέβα και σταυρώσου!

Πηγή: «Ποιητής» του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη

Παρασκευή, Μαρτίου 09, 2007

Βράχοι να σταθούμε στη ζωή

… Love is a stone
that settled on the sea-bed
under grey water. Now, I require nothing

from poetry but true feeling,
no pity, no fame, no healing. Silent wife,
we can sit watching grey water,

and in a life awash
with mediocrity and trash
live rock-like.

… Η αγάπη είναι μια πέτρα
που έκατσε στον βυθό
κάτω από γκρίζο νερό. Τώρα τίποτα δεν ζητώ

από την ποίηση, μόνο ένα αίσθημα αληθινό
κανέναν οίκτο, καμιά φήμη, καμιά γιατρειά. Σιωπηλή γυναίκα μου
μπορούμε να καθίσουμε κοιτάζοντας το γκρίζο νερό

και σε μια ζωή πλημμυρισμένη
μετριότητα και σκουπίδια
βράχοι να σταθούμε στη ζωή…

Πηγή: Απόσπασμα από το ποίημα «Winding Up», του Derek Walcott.

  • Ο Derek Walcott πήρε το Nobel Λογοτεχνίας το 1992.


Τετάρτη, Φεβρουαρίου 21, 2007

Κάποιος την είχε αλαφρώσει. Το δράμα της πέρασε στη συνείδηση κάποιου άλλου ανθρώπου της γης

Η γριά, με τα μάτια κόκκινα, συλλογιζόταν ακίνητη στη θέση της, βυθισμένη στη νάρκη εκείνη που ακολουθεί τις μεγάλες ταραχές. Κάτι είχε καταλάβει. Κάποιος την είχε αλαφρώσει. Ποιος; Δεν το ξέρει. Ένοιωσεν όμως, με την ευαισθησία του λυπημένου, πως το δράμα της πέρασε στη συνείδηση κάποιου άλλου ανθρώπου της γης. Έτσι, καθώς είχε κλείσει τα μάτια της απ’ τη νάρκη, νόμισε πως τάχα τη χάιδεψε μιαν απαλή ανοιξιάτικη ατμόσφαιρα. Σε λιγάκι σηκώθηκε απ’ τη γη αυτή. Τ’ άστρα πλησίασαν το ένα στ’ άλλο, τάχατες. Κι αυτή περνούσεν από άστρο σε άστρο μόνο με την παραμικρή βοήθεια που της έδιναν άλλοι, κρατώντας ελαφρά το ζαρωμένο της χέρι. Οι κόσμοι, λέει, έστελναν φως, ήσυχο και γλυκό που χάιδευε τα κλαμένα μάτια της. Κ’ οι άγγελοι, χωρίς να σαλεύουν πολύ τα μεγάλα άσπρα φτερά των, τα κρατούσαν σχεδόν ακίνητα κ΄ έπλεαν άλλος επάνω σε ρόδινο κι άλλος σ’ αχνογάλανο σύννεφο. Και, σ’ όλην αυτήν την ησυχία, ακούστηκεν η θεία αρμονία του ψαλμού των, πολύλαλη, αλλά σοβαρή και ήσυχη, σαν γαληνό ποτάμι ήχων, που γινόταν, νομίζεις, ένα με τη σιωπή και με το φως. Κι όταν άνοιξε τα μάτια της η γριά και βρέθηκε πάλι στη ίδια θέση του βαγονιού, με τον ίδιο ταξιδιώτη μπροστά της, δεν ερώτησεν ούτε γιατί, ούτε πως έγινεν αυτό. Ένοιωσε μόνο πως στο ουράνιο τούτο ταξίδι οδηγήθηκε από άλλη ανθρώπινη ψυχή. Κάποιος την είχε συμπονέσει. Δεν ήξερε ποιος … Ίσως καμμιά γυναίκα. Κανένας εργάτης … Κανένας δυστυχισμένος … Ποιος τα μαθαίνει αυτά. Ποτέ δεν ξέρομε που πέφτουν οι στάλες των δακρύων μας και που γίνονται κρίνοι για μας.

Δεν προδόθηκε λοιπόν ο κ. Συνετός. Στα μάτια της γριάς πέρασε για ένας αδιάφορος ταξιδιώτης, που βιάζεται κάπου να φτάση. Τόσο καλά κράτησε μπροστά της το ατάραχο ύφος του. Η γριά είδε τον άγνωστο της συνταξιδιώτη να κατεβαίνει σ’ ένα σταθμό και να χάνεται μεσ’ στο πλήθος. Ποτέ δε θα υποψιαστή πως αυτός ήταν που την είχεν οδηγήσει ανάμεσα των άστρων! Ο κ. Συνετός κατέβηκε σε μια πόλη γεμάτη ξένους. Ανθρώπους μονάχους, νούμερα ξενοδοχείων, έντεκα, εικοσιτρία, ογδονταδύο… Αδιαφορούν, σωπαίνουν, πίνουν ολόκληρη τη γουλιά τους. Αλλά δεν ήταν πλέον ένας απ’ αυτούς! Δεν έγινεν ποτέ! Η παράδοξη περιπέτεια του τον πληροφόρησε πως είχεν γελαστεί. Όχι! Δε μπορεί να πιή τη γουλιά του ολόκληρη! Υπάρχει ακόμα στην ύπαρξη του χώρος για μυριάδες πόνους. Είναι πλασμένος για τους άλλους! Αδύνατο να μείνη μέσα στον εαυτό του! Όσα υπόφερεν ως τώρα ήταν σωστό να τα υποφέρη! Κ’ εκείνα τα δεινά που θα τον περιμένουν, πάλι θα του πρέπουν! Τα πάντα είναι γραμμένα.

Έπρεπε λοιπόν να ταξιδέψη σε μακρυνές θάλασσες για να το μάθη; Επήγε στα «διεθνή έθνη» μονάχος για να βρή στο δρόμο πάλι την ψυχή του;


Πηγή: «Ανακάλυψε την ψυχή του» του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Εκδόσεις «Εστία»



Παρασκευή, Φεβρουαρίου 16, 2007

Η δύναμη που μεταφέρει τις περιπέτειες από τη μια στην άλλη ψυχή, η συμπάθεια

Η γριά, πεσμένη απέναντι στη γωνιά τώρα μόλις, άρχισε να νιώθη το χωρισμό. Έκλαιγε. Είχε γίνει μια βρυσούλα, σαν αυτές που τρέχουν σε σκοτεινό άνοιγμα βράχου κάτω από φύλλα. Και σχεδόν ο κ. Συνετός ένοιωσε μια ζηλοτυπία. Αυτός είναι καιρός που έδωσε το τελευταίο δάκρυ. Δεν έχει άλλο. Και τώρα βλέπει μια γριά που, σε τέτοια ηλικία, έχει ακόμα να δώση! Και πόσα! Μά τ’ είναι αυτό που ανοίγει τέτοιες βρύσες; Δε φοβάται λοιπόν ο πόνος ούτε τ’ αγκομαχητά των σταθμών, ούτε την απόφαση ανθρώπων που τον αρνήθηκαν και θέλουν να τον καταστρέψουν, καθώς λόγου χάριν, ο ίδιος ο κ. Συνετός; Η γριά ζήτησε να γελάση τον εαυτό της. Άνοιξε ένα βιβλίο… Μάταια. Δεν έβλεπε τίποτα. Τ’ άνοιξε σ’ άλλη σελίδα. Τόκλεισε. Έπειτα άνοιξεν ένα σακκίδιο κ’ έβγαζε από μέσα μικροπράματα, που δεν είχαν αυτή τη στιγμή καμμιά απολύτως χρησιμότητα: ένα ψαλιδάκι, ένα πορτοφόλι, δυό επιστολές, μια θήκη. Τα γύρισε στα χέρια της πολλές φορές, που νομίζεις πως τα παρακαλούσε κάτι να της χρειαστούν. Κι αυτά δεν μπορούσαν, φαίνεται, να τη γελάσουν. Τα ξανάβαλε στο σακκίδιο. Έπειτα έρριξε τα μάτια της έξω απ’ το παράθυρο. Πράσινα τοπία χωρίς νόημα, δέντρα ορθά, πυκνά, μονότονα, μυριάδες, όλα τα ίδια. Ακατανόητος όγκος η δημιουργία στον άνθρωπο όταν δε μπορή να του δώση βοήθεια! Επέρασε μια μικρή πόλη – μα το θέαμα της ησυχίας των σπιτιών της και των τζακιών που κάπνιζαν της έφερε πάλι στο νού το χωρισμό κι άνοιξεν άλλη μια φορά η βρύση των γαλανών της ματιών. Αυτή τη φορά έκλαψε πάρα πολύ, ως που, τέλος, τα μάτια της στέγνωσαν κ΄ έμεινε κοιτάζοντας το ανοιγμένο βιβλίο – χωρίς να διαβάζη ούτε μία γραμμή.

Όπως οι πλημμυρισμένοι κάποτε νοιώθουν τον κίνδυνο πολύ αργά, τη στιγμή που δε μπορούν να κάμουν τίποτε και παραδίνονται, έτσι αργά κι ο κ. Συνετός ένοιωσε πως το δράμα της άγνωστης ηλικιωμένης γυναίκας είχε περάσει πλέον σ’ αυτόν. Σαν ύπουλη πλημμύρα ανέβαινε στον εσωτερικό του κόσμο. Όλη η πίκρα της απλώθηκε στην ψυχή του σα να ήταν δική του. Ο κ. Συνετός βρήκε μέσα στον εαυτό του μια εισβολή που δεν την περίμενε. Ποτέ δεν είχαν συναντηθή. Ποτέ δεν θ’ απαντήση άλλη φορά ο ένας τον άλλον. Ποτέ δε θα θυσιάσει ο ένας για τον άλλον ούτε τόσο δα απ΄ την ησυχία του. Κι όμως απ’ τις κλεισμένες σιδερόπορτες, τα σηκωμένα γεφύρια, τους πύργους και τις πολεμίστρες του ατόμου του κ. Συνετού μπήκε η δυστυχία της άγνωστης γυναίκας και γέμισε όλο το άδειο της ψυχής του. Κ’ ενώ ντρέπεται μπροστά στον εαυτό του – πόσο είχεν υποσχεθή να τον προφυλάξη και πως τον αφήκεν στη τύχη του! -, από τ΄ άλλο μέρος θαυμάζει την ανθρώπινη λύπη, που δεν εννοεί να κλειστή μέσα στα σύνορα μιας ψυχής μοναχής. Πάντοτε γυρεύει την άλλη. Και βλέπει την ψυχή του ανθρώπου ο κ. Συνετός σαν τα δέντρα εκείνα, που μέσα στη γή ψάχνουν με χιλιάδες ψιλές ρίζες να βρούν νερό και τρυπούν τους τοίχους των πηγαδιών για να πιούν… Βλέπει πόσο αδιάφορη είναι στα σχέδια του, στην οργή του και στην απόφαση του, η δύναμη που μεταφέρει τις περιπέτειες από τη μια στην άλλη ψυχή, η συμπάθεια


Πηγή: «Ανακάλυψε την ψυχή του» του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Εκδόσεις «Εστία»


Σάββατο, Φεβρουαρίου 10, 2007

Στην κατάκλειστην ύπαρξη του έγινε κάποιο ράγισμα

... Ενώ απολάμβανε το θρίαμβο του ατόμου του ο κ. Συνετός, πηγαίνοντας με το τραίνο ανάμεσα σε δύο απ΄ τα διεθνή του έθνη, σε μια μεθόριο, στην άκρη μιας σταχτιάς θάλασσας, που δεν είχε ούτε γαλάζιο χρώμα για να συγκινήση, ούτε ωραία κατάρτια, ούτε αποχαιρετισμούς, μπήκεν έξαφνα στο βαγόνι του ένας κουβαλητής, με δύο βαλίζες.

Πως; Έρχεται κι άλλος επιβάτης! Α! Πέτυχε ο σύντροφος του. Ούτε χαιρετισμό! Ούτε λέξη! Ο κ. Συνετός έκλεισεν αμέσως τον εαυτό του σα μεσαιωνικό φρούριο. «Μην προσπαθήσης, κύριε, είπε μέσα του, να μου διηγηθής τις ελπίδες σου, τις διαψεύσεις σου, τα κέρδη σου, τις γρίππες σου, τις ευτυχίες σου. Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Είμαι μοναχός μου! Είμαι ο εαυτός μου! Αρκετά! Αρκετά!»

Και καρφωμένος στη θέση του, κρατώντας ένα Μπαίντεκερ – το αγαπητό του βιβλίο, που δεν του ζητούσε να συγκινηθή για καμμιά υπόθεση ξένη -, εκοίταζε στην πόρτα, για να ιδή ποιος είναι ο δύστυχος γελασμένος, που έρχεται με την βεβαιότητα πως βρήκε τον ευχάριστο συνεπιβάτη! Δυό κορίτσια, μια γριά, ένας άντρας, ένας ασπρομάλλης γέρος, μπήκαν μέσα. Όλοι τούρριξαν ένα βλέμμα. Αφού τον εκοίταξαν, ασφάλισαν μια θέση. Ένας λοιπόν θα ταξίδευε. Αφού έρριξαν σ΄ αυτή τη θέση επανωφόρια, σκεπάσματα, βιβλία, τσαντάκια και στο ράφι της τοποθέτησαν δύο βαλίζες, πήραν πάλι το πρόσωπο που θα ταξίδευε και βγήκαν έξω για να περιμένουν το ξεκίνημα.

Ο κ. Συνετός δεν είχε καμμιά περιέργεια να μάθη ποιόν ξεκινούν. Αδιάφορος, με το δάχτυλο του μέσα στο Μπαίντεκερ, βγήκε στο παράθυρο του βαγονιού. Εκεί είδε πως οι πέντε αυτοί, αργοβαδίζοντας στο μάκρος του σταθμού, είχαν χάσει πλέον τη ζωηρότητα που έδειξαν στο βαγόνι κι άρχισαν νάχουν κινήσεις πολύ αδέξιες. Τα κορίτσια πήραν μια ακαμψία συνηθισμένη μόνο σε παλιές εικόνες. Οι άντρες είχαν το ύφος ανθρώπων που προσπαθούσαν να πείσουν την ηλικιωμένη κυρία πως, αυτό που πρόκειται να γίνη σε λίγο, δεν θάχη τόσο μεγάλη σημασία και πως ο άνθρωπος πρέπει να κοιτάζη τις κακές στιγμές με ατάραχη λογική. Μα έξαφνα χτύπησε η καμπάνα του τραίνου. Και τότε αποφασίστηκε μεταξύ των ο χωρισμός. Η σεβάσμια γυναίκα δίστασε, αν πρέπει να την αναγνωρίσει αυτή τη στιγμή, αν πρέπει να της παραδοθή. Στάθηκε λίγο, σα νάθελε ν’ αντισταθή. Έπειτα ρίχτηκε στο νεώτερο απ’ τα κορίτσια και το φιλούσε στο κύμα των μαλλιών, στο λαιμό, και στα μάτια, μ’ αληθινή απελπισία. Οι δύο άντρες παραιτήθηκαν αμέσως απ΄ την περηφάνεια του γένους των. Τα γόνατα τους λύθηκαν, το μαντήλι βρέθηκε στα μάτια τους. Μετά το νεώτερο κορίτσι, η γυναίκα έκλεισε στα χέρια της το μεγαλύτερο. Έπειτα τον ένα άντρα και τον άλλον. Και πάλι ξανάρχισε να φιλή το μικρότερο. Κι απ΄ το φόβο μήπως δεν προφτάση ν΄ αφήση σε όλους το ίχνος της για πάντα – επειδή φαίνεται πως θάφευγε τόσο μακρυά, ώστε άλλη συνάντηση δε θα είχε πλέον στη ζωή αυτή μαζί τους -, ψηλαφούσε πότε το λαιμό του ενός, πότε τα μαλλιά και το μέτωπο του άλλου και προσπαθούσε στη αφή του χεριού της να πάρη σα φωτογραφία το αίσθημα που δίνει η επιδερμίδα των αγαπημένων της προσώπων. Χτύποι μπαούλων, κραυγές βαστάζων, τριγμοί βαγονιών, αλαλαγμοί ανθρώπων έπεφταν απάνω στην ιερή αυτή στιγμή με την επιμονή που έχουν τα χοντρά και χειροπιαστά πράγματα να συντρίβουν κάθε μας αδυναμία, που τολμά να φανερωθή σε τέτοιες ώρες. Όλος ο σταθμός ήταν ένα τραγούδι, ένα εμπρός, ένα πρέπει, ένα αύριο! Μόνο αυτοί οι πέντε πάλευαν με ην ψυχή των. Κι ούτε ο κίνδυνος να φύγη το τραίνο, ούτε το λαχάνιασμα του σταθμού τους βίαζε για ν΄ αποφασίσουν να ξεριζωθούν ο ένας απ΄ τον άλλον. Ως που, επί τέλους, η γριά, δαγκάνοντας ένα μαντήλι, ανέβηκε στο βαγόνι. Απ’ το παράθυρο πρόφτασε να κινήση λίγο τα χέρια της προς αυτούς που έμειναν…, να ιδή για τελευταία φορά τα τέσσερα μαντήλια…, που ανέμιζαν με μανία…, ως που όλα χάθηκαν. Καθώς το τραίνο άρχισε να τρέχη και βρέθηκαν οι δύο επιβάτες μόνοι τους στο βαγόνι, ο κ. Συνετός άρχισε να φοβάται πως στην κατάκλειστην ύπαρξη του έγινε κάποιο ράγισμα, τέτοιο ώστε να μην μπορή να μείνη αυτή τη στιγμή κατάμονος, καθώς το είχεν αποφασίσει...

Πηγή: «Ανακάλυψε την ψυχή του» του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Εκδόσεις «Εστία»


Παρασκευή, Φεβρουαρίου 02, 2007

Προστατεύουν απλούστατα τον εαυτό τους από τον άλλον

Λοιπόν ο κ. Συνετός έβγαλε τα διαβατήρια του κ’ έτρεξε να χαρή το υπόλοιπο του εαυτού του στα «διεθνή έθνη», καθώς έλεγε, στους πολυτάραχους τόπους, όπου καθένας μπορεί και βρίσκεται μονάχος μέσα σε μυριάδες εαυτούς απολυτρωμένους. Τώρα κατάλαβε τους ταξιδιώτες εκείνους, που βουβαίνονται στα τρένα και στα πλοία, αποφασισμένοι να μην δώσουν στον άλλο ούτε λέξη, ούτε χαμόγελο, γιατί το βρίσκουν και τούτο φθορά της ατομικής των περιουσίας. Τώρα νοιώθει την ηδονή των ανιαρών εκείνων τύπων, που ταξιδεύουν και σφίγγουν μέσα των με φιλαργυρία τις λύπες και τις ασκήμιες, αρκεί πως είναι δικές των! Αυτοί που ακινητούν στις πολυθρόνες των ξενοδοχείων, που γίνονται για το ύφος των αντιπαθητικοί και βρίζονται στις γλώσσες που δε γνωρίζουν , τα σκιάχτρα των τραίνων και των βαποριών, προστατεύουν απλούστατα τον εαυτό τους από τον άλλον. Ο κ. Συνετός έγινε σε λίγο νούμερο των ξενοδοχείων της Ευρώπης. Με πόση ηδονή στο ταξίδι του ακούει τώρα να ονομάζεται απ’ τους καμαριέρηδες το «έντεκα», το «εικοσιτρία», το «ογδονταδύο»! Θριαμβευτικά κλείδωνε την πόρτα του. Περήφανε σιωπούσε. Το ελαφρό κούνημα του κεφαλιού, που έκανε για να χαιρετήση, μπαίνοντας στη σάλα του φαγητού, το θεωρούσε θυσία. Ήταν ρήγμα στο κάστρο του ατόμου του. Στον ανύποπτο ξένο, που κάποτε του μιλούσε, απαντούσε με σχήμα ή με μονοσύλλαβα. Άλλο ρήγμα. Για τις μικρές αυτές υποχωρήσεις μετανοούσε κατόπιν και προσπαθούσε να τις διορθώση με μιαν ατελείωτη σιωπή.

- Μη με κοιτάζεις, φίλε μου, έλεγε μέσα του απαντώντας στο βλέμμα των ανθρώπων. Δε θα μου πάρεις λέξη. Τίποτα δε μου περισσεύει για σένα. Αρκετά! Αρκετά! Είμαι ο εαυτός μου! Είμαι το έντεκα! Το εικοσιτρία! Το ογδονταδύο!

Και τότε συλλογίστηκεν όλους, όσοι δεν τον άφησαν να ζήση τη ζωή του… Ήταν ατελείωτη σειρά ανθρώπων. Ήταν η γυναίκα του. Εσπατάλησε το μεγαλύτερο μέρος του εαυτού του, για να τακτοποιήση τις μικρές της αδυναμίες, που του παρουσιάστηκαν με τεράστιες αξιώσεις, και να περιποιηθή τους ρευματισμούς της. Χώρισαν και δεν έμαθαν ποτέ γιατί είχαν ζήσει μαζί. Ήταν οι συγγενείς της γυναίκας του. Ήταν οι φίλοι του. Ήταν οι δικοί του συγγενείς. Ήταν οι φίλοι του. Ήταν οι περαστικές γνωριμίες του, πού κι απ’ αυτές ακόμα μερικές – ή τύχη του το είχε βέβαια – του πρόβαλλαν αξιώσεις και του κόστισαν απίστευτες φροντίδες. Για να ξεκολλήση κι απ’ αυτές, αφήκεν ένα κομμάτι απ’ το πετσί του. Καθένας απ΄ τους δικούς του, απ’ τους φίλους, απ’ τους γνώριμους είχε για τον κ. Συνετό τη διάψευση του στην τσέπη. Άλλος τον πρόδωσε νωρίς, άλλος αργά. Επί τέλους ο γάτος του, αφού τον πρόδωσε κι αυτός – τι άλλο είναι ο θάνατος; -, του έδωσε την ευκαιρία να κάμη το ιστορικό κίνημα του και να ζήση μοναχός του



Πηγή: «Ανακάλυψε την ψυχή του» του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Εκδόσεις «Εστία»