Η δύναμη που μεταφέρει τις περιπέτειες από τη μια στην άλλη ψυχή, η συμπάθεια
…Η γριά, πεσμένη απέναντι στη γωνιά τώρα μόλις, άρχισε να νιώθη το χωρισμό. Έκλαιγε. Είχε γίνει μια βρυσούλα, σαν αυτές που τρέχουν σε σκοτεινό άνοιγμα βράχου κάτω από φύλλα. Και σχεδόν ο κ. Συνετός ένοιωσε μια ζηλοτυπία. Αυτός είναι καιρός που έδωσε το τελευταίο δάκρυ. Δεν έχει άλλο. Και τώρα βλέπει μια γριά που, σε τέτοια ηλικία, έχει ακόμα να δώση! Και πόσα! Μά τ’ είναι αυτό που ανοίγει τέτοιες βρύσες; Δε φοβάται λοιπόν ο πόνος ούτε τ’ αγκομαχητά των σταθμών, ούτε την απόφαση ανθρώπων που τον αρνήθηκαν και θέλουν να τον καταστρέψουν, καθώς λόγου χάριν, ο ίδιος ο κ. Συνετός; Η γριά ζήτησε να γελάση τον εαυτό της. Άνοιξε ένα βιβλίο… Μάταια. Δεν έβλεπε τίποτα. Τ’ άνοιξε σ’ άλλη σελίδα. Τόκλεισε. Έπειτα άνοιξεν ένα σακκίδιο κ’ έβγαζε από μέσα μικροπράματα, που δεν είχαν αυτή τη στιγμή καμμιά απολύτως χρησιμότητα: ένα ψαλιδάκι, ένα πορτοφόλι, δυό επιστολές, μια θήκη. Τα γύρισε στα χέρια της πολλές φορές, που νομίζεις πως τα παρακαλούσε κάτι να της χρειαστούν. Κι αυτά δεν μπορούσαν, φαίνεται, να τη γελάσουν. Τα ξανάβαλε στο σακκίδιο. Έπειτα έρριξε τα μάτια της έξω απ’ το παράθυρο. Πράσινα τοπία χωρίς νόημα, δέντρα ορθά, πυκνά, μονότονα, μυριάδες, όλα τα ίδια. Ακατανόητος όγκος η δημιουργία στον άνθρωπο όταν δε μπορή να του δώση βοήθεια! Επέρασε μια μικρή πόλη – μα το θέαμα της ησυχίας των σπιτιών της και των τζακιών που κάπνιζαν της έφερε πάλι στο νού το χωρισμό κι άνοιξεν άλλη μια φορά η βρύση των γαλανών της ματιών. Αυτή τη φορά έκλαψε πάρα πολύ, ως που, τέλος, τα μάτια της στέγνωσαν κ΄ έμεινε κοιτάζοντας το ανοιγμένο βιβλίο – χωρίς να διαβάζη ούτε μία γραμμή.
Όπως οι πλημμυρισμένοι κάποτε νοιώθουν τον κίνδυνο πολύ αργά, τη στιγμή που δε μπορούν να κάμουν τίποτε και παραδίνονται, έτσι αργά κι ο κ. Συνετός ένοιωσε πως το δράμα της άγνωστης ηλικιωμένης γυναίκας είχε περάσει πλέον σ’ αυτόν. Σαν ύπουλη πλημμύρα ανέβαινε στον εσωτερικό του κόσμο. Όλη η πίκρα της απλώθηκε στην ψυχή του σα να ήταν δική του. Ο κ. Συνετός βρήκε μέσα στον εαυτό του μια εισβολή που δεν την περίμενε. Ποτέ δεν είχαν συναντηθή. Ποτέ δεν θ’ απαντήση άλλη φορά ο ένας τον άλλον. Ποτέ δε θα θυσιάσει ο ένας για τον άλλον ούτε τόσο δα απ΄ την ησυχία του. Κι όμως απ’ τις κλεισμένες σιδερόπορτες, τα σηκωμένα γεφύρια, τους πύργους και τις πολεμίστρες του ατόμου του κ. Συνετού μπήκε η δυστυχία της άγνωστης γυναίκας και γέμισε όλο το άδειο της ψυχής του. Κ’ ενώ ντρέπεται μπροστά στον εαυτό του – πόσο είχεν υποσχεθή να τον προφυλάξη και πως τον αφήκεν στη τύχη του! -, από τ΄ άλλο μέρος θαυμάζει την ανθρώπινη λύπη, που δεν εννοεί να κλειστή μέσα στα σύνορα μιας ψυχής μοναχής. Πάντοτε γυρεύει την άλλη. Και βλέπει την ψυχή του ανθρώπου ο κ. Συνετός σαν τα δέντρα εκείνα, που μέσα στη γή ψάχνουν με χιλιάδες ψιλές ρίζες να βρούν νερό και τρυπούν τους τοίχους των πηγαδιών για να πιούν… Βλέπει πόσο αδιάφορη είναι στα σχέδια του, στην οργή του και στην απόφαση του, η δύναμη που μεταφέρει τις περιπέτειες από τη μια στην άλλη ψυχή, η συμπάθεια …
Πηγή: «Ανακάλυψε την ψυχή του» του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Εκδόσεις «Εστία»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου