Παρασκευή, Φεβρουαρίου 02, 2007

Προστατεύουν απλούστατα τον εαυτό τους από τον άλλον

Λοιπόν ο κ. Συνετός έβγαλε τα διαβατήρια του κ’ έτρεξε να χαρή το υπόλοιπο του εαυτού του στα «διεθνή έθνη», καθώς έλεγε, στους πολυτάραχους τόπους, όπου καθένας μπορεί και βρίσκεται μονάχος μέσα σε μυριάδες εαυτούς απολυτρωμένους. Τώρα κατάλαβε τους ταξιδιώτες εκείνους, που βουβαίνονται στα τρένα και στα πλοία, αποφασισμένοι να μην δώσουν στον άλλο ούτε λέξη, ούτε χαμόγελο, γιατί το βρίσκουν και τούτο φθορά της ατομικής των περιουσίας. Τώρα νοιώθει την ηδονή των ανιαρών εκείνων τύπων, που ταξιδεύουν και σφίγγουν μέσα των με φιλαργυρία τις λύπες και τις ασκήμιες, αρκεί πως είναι δικές των! Αυτοί που ακινητούν στις πολυθρόνες των ξενοδοχείων, που γίνονται για το ύφος των αντιπαθητικοί και βρίζονται στις γλώσσες που δε γνωρίζουν , τα σκιάχτρα των τραίνων και των βαποριών, προστατεύουν απλούστατα τον εαυτό τους από τον άλλον. Ο κ. Συνετός έγινε σε λίγο νούμερο των ξενοδοχείων της Ευρώπης. Με πόση ηδονή στο ταξίδι του ακούει τώρα να ονομάζεται απ’ τους καμαριέρηδες το «έντεκα», το «εικοσιτρία», το «ογδονταδύο»! Θριαμβευτικά κλείδωνε την πόρτα του. Περήφανε σιωπούσε. Το ελαφρό κούνημα του κεφαλιού, που έκανε για να χαιρετήση, μπαίνοντας στη σάλα του φαγητού, το θεωρούσε θυσία. Ήταν ρήγμα στο κάστρο του ατόμου του. Στον ανύποπτο ξένο, που κάποτε του μιλούσε, απαντούσε με σχήμα ή με μονοσύλλαβα. Άλλο ρήγμα. Για τις μικρές αυτές υποχωρήσεις μετανοούσε κατόπιν και προσπαθούσε να τις διορθώση με μιαν ατελείωτη σιωπή.

- Μη με κοιτάζεις, φίλε μου, έλεγε μέσα του απαντώντας στο βλέμμα των ανθρώπων. Δε θα μου πάρεις λέξη. Τίποτα δε μου περισσεύει για σένα. Αρκετά! Αρκετά! Είμαι ο εαυτός μου! Είμαι το έντεκα! Το εικοσιτρία! Το ογδονταδύο!

Και τότε συλλογίστηκεν όλους, όσοι δεν τον άφησαν να ζήση τη ζωή του… Ήταν ατελείωτη σειρά ανθρώπων. Ήταν η γυναίκα του. Εσπατάλησε το μεγαλύτερο μέρος του εαυτού του, για να τακτοποιήση τις μικρές της αδυναμίες, που του παρουσιάστηκαν με τεράστιες αξιώσεις, και να περιποιηθή τους ρευματισμούς της. Χώρισαν και δεν έμαθαν ποτέ γιατί είχαν ζήσει μαζί. Ήταν οι συγγενείς της γυναίκας του. Ήταν οι φίλοι του. Ήταν οι δικοί του συγγενείς. Ήταν οι φίλοι του. Ήταν οι περαστικές γνωριμίες του, πού κι απ’ αυτές ακόμα μερικές – ή τύχη του το είχε βέβαια – του πρόβαλλαν αξιώσεις και του κόστισαν απίστευτες φροντίδες. Για να ξεκολλήση κι απ’ αυτές, αφήκεν ένα κομμάτι απ’ το πετσί του. Καθένας απ΄ τους δικούς του, απ’ τους φίλους, απ’ τους γνώριμους είχε για τον κ. Συνετό τη διάψευση του στην τσέπη. Άλλος τον πρόδωσε νωρίς, άλλος αργά. Επί τέλους ο γάτος του, αφού τον πρόδωσε κι αυτός – τι άλλο είναι ο θάνατος; -, του έδωσε την ευκαιρία να κάμη το ιστορικό κίνημα του και να ζήση μοναχός του



Πηγή: «Ανακάλυψε την ψυχή του» του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Εκδόσεις «Εστία»

Δεν υπάρχουν σχόλια: