Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 20, 2006

Ο νους μου αρμενίζει προς την απελπισία

... Αργείς˙ η ψυχή μου παγώνει. Κάθομαι τα βράδια, ολομόναχος, κατάμονος, στο καμαράκι που ξέρεις, και κατηγορώ τον εαυτό μου, κι όλο σκέφτομαι περί της αδυσώπητου φθοράς των αισθημάτων. Ο νους μου αρμενίζει προς την απελπισία. Σκότωσαν, κάποτε, πολλούς φίλους γύρω μου κι από τότε ζω σαν πουλί τρομαγμένο.
Σε περιμένω μέρα και νύχτα και κάθε αυγή να ξαναγυρίσεις σε καρτερώ. Με παρασύρει η καρδιά μου (εσύ, γλυκιά μου, ακόμη την κυβερνάς) σε αναπολήσεις της εξαίσιας μορφής σου, που ούτε μπορώ ούτε θέλω να ξεχάσω, και που αφότου εχάθη σε μαύρα σκοτάδια μ' έριξε. Εκείνην που κάθεται αντίκρυ μου την έχω μες στα στήθια μου. Οι σκιές των δολοφονηθέντων φίλων, και ψες τη νύχτα, όπως κάθε νύχτα, ήρθαν αργοσαλεύοντας στον ύπνο μου, και τάχα ήσουνα μαζί τους, μισοκρυμένη, σιωπηλή, μαραμένη. Ευλαβούμενος της μνήμης των περιδιαβάζω στην Οδόν Αναπαύσεως. Όταν φεύγει η αγαπημένη είναι σαν νάχει πεθάνει. Στα μάτια σου τα σημάδια της προδοσίας. Η ομορφιά μιας γυναίκας είναι ένα ένδυμα ευχαριστήσεως. Κλείσε με στην καρδιά σου κι ας το ξέρουμε μόνον εμείς οι δυό...

Πηγή: "Επικήδειος λόγος" του Ηλία Πετρόπουλου

  • συναισθήματα

Δεν υπάρχουν σχόλια: