Κάποιος την είχε αλαφρώσει. Το δράμα της πέρασε στη συνείδηση κάποιου άλλου ανθρώπου της γης
… Η γριά, με τα μάτια κόκκινα, συλλογιζόταν ακίνητη στη θέση της, βυθισμένη στη νάρκη εκείνη που ακολουθεί τις μεγάλες ταραχές. Κάτι είχε καταλάβει. Κάποιος την είχε αλαφρώσει. Ποιος; Δεν το ξέρει. Ένοιωσεν όμως, με την ευαισθησία του λυπημένου, πως το δράμα της πέρασε στη συνείδηση κάποιου άλλου ανθρώπου της γης. Έτσι, καθώς είχε κλείσει τα μάτια της απ’ τη νάρκη, νόμισε πως τάχα τη χάιδεψε μιαν απαλή ανοιξιάτικη ατμόσφαιρα. Σε λιγάκι σηκώθηκε απ’ τη γη αυτή. Τ’ άστρα πλησίασαν το ένα στ’ άλλο, τάχατες. Κι αυτή περνούσεν από άστρο σε άστρο μόνο με την παραμικρή βοήθεια που της έδιναν άλλοι, κρατώντας ελαφρά το ζαρωμένο της χέρι. Οι κόσμοι, λέει, έστελναν φως, ήσυχο και γλυκό που χάιδευε τα κλαμένα μάτια της. Κ’ οι άγγελοι, χωρίς να σαλεύουν πολύ τα μεγάλα άσπρα φτερά των, τα κρατούσαν σχεδόν ακίνητα κ΄ έπλεαν άλλος επάνω σε ρόδινο κι άλλος σ’ αχνογάλανο σύννεφο. Και, σ’ όλην αυτήν την ησυχία, ακούστηκεν η θεία αρμονία του ψαλμού των, πολύλαλη, αλλά σοβαρή και ήσυχη, σαν γαληνό ποτάμι ήχων, που γινόταν, νομίζεις, ένα με τη σιωπή και με το φως. Κι όταν άνοιξε τα μάτια της η γριά και βρέθηκε πάλι στη ίδια θέση του βαγονιού, με τον ίδιο ταξιδιώτη μπροστά της, δεν ερώτησεν ούτε γιατί, ούτε πως έγινεν αυτό. Ένοιωσε μόνο πως στο ουράνιο τούτο ταξίδι οδηγήθηκε από άλλη ανθρώπινη ψυχή. Κάποιος την είχε συμπονέσει. Δεν ήξερε ποιος … Ίσως καμμιά γυναίκα. Κανένας εργάτης … Κανένας δυστυχισμένος … Ποιος τα μαθαίνει αυτά. Ποτέ δεν ξέρομε που πέφτουν οι στάλες των δακρύων μας και που γίνονται κρίνοι για μας.
Δεν προδόθηκε λοιπόν ο κ. Συνετός. Στα μάτια της γριάς πέρασε για ένας αδιάφορος ταξιδιώτης, που βιάζεται κάπου να φτάση. Τόσο καλά κράτησε μπροστά της το ατάραχο ύφος του. Η γριά είδε τον άγνωστο της συνταξιδιώτη να κατεβαίνει σ’ ένα σταθμό και να χάνεται μεσ’ στο πλήθος. Ποτέ δε θα υποψιαστή πως αυτός ήταν που την είχεν οδηγήσει ανάμεσα των άστρων! Ο κ. Συνετός κατέβηκε σε μια πόλη γεμάτη ξένους. Ανθρώπους μονάχους, νούμερα ξενοδοχείων, έντεκα, εικοσιτρία, ογδονταδύο… Αδιαφορούν, σωπαίνουν, πίνουν ολόκληρη τη γουλιά τους. Αλλά δεν ήταν πλέον ένας απ’ αυτούς! Δεν έγινεν ποτέ! Η παράδοξη περιπέτεια του τον πληροφόρησε πως είχεν γελαστεί. Όχι! Δε μπορεί να πιή τη γουλιά του ολόκληρη! Υπάρχει ακόμα στην ύπαρξη του χώρος για μυριάδες πόνους. Είναι πλασμένος για τους άλλους! Αδύνατο να μείνη μέσα στον εαυτό του! Όσα υπόφερεν ως τώρα ήταν σωστό να τα υποφέρη! Κ’ εκείνα τα δεινά που θα τον περιμένουν, πάλι θα του πρέπουν! Τα πάντα είναι γραμμένα.
Έπρεπε λοιπόν να ταξιδέψη σε μακρυνές θάλασσες για να το μάθη; Επήγε στα «διεθνή έθνη» μονάχος για να βρή στο δρόμο πάλι την ψυχή του;
Πηγή: «Ανακάλυψε την ψυχή του» του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Εκδόσεις «Εστία»