Δεν βαριέσαι, κι αυτό θα περάσει
Αν και σκύλος μπήκε στο καφενείο σαν βρεγμένη γάτα. Σκελετωμένος, μαδημένος, πληγωμένος, ελεεινός. Ενα καφετί κουρέλι. Κάθισε σε μια γωνιά και άρχισε να παρακολουθεί τους πάντες και τα πάντα με τα πανέξυπνα μάτια του. Από πού ήλθε; Αγνωστο. Αγνωστος μεταξύ γνωστών, όλοι μας μέσα στο καφενείο.
Ξαφνικά έπεσε στο πάτωμα το κομπολόι κάποιου από τους θαμώνες. Ο σκύλος έτρεξε, το έπιασε με το στόμα του και το έφερε στον κάτοχό του, που τον κοίταξε έκπληκτος. Σε λίγο έπεσε κάτω και ένα ζάρι από κάποιο τάβλι. Ο σκύλος το έπιασε απαλά με τα χείλια του, το πήγε στο τραπέζι και ξανακάθισε στη γωνιά του. "Τι είναι αυτό ρε;", ρώτησε ένας. "Σκύλος, δεν το βλέπεις;", είπε ένας άλλος. "Ελα Παναγιά μου", είπε ένας τρίτος.
Μέσα σε λίγες μέρες έγινε η μασκότ του καφενείου και ο αγαπημένος σκύλος όλου του χωριού. Και τι δεν έκανε. Ανοιγε την πόρτα, έκλεινε την πόρτα, μάζευε τα σκουπίδια -χαρτιά, καπάκια, αποτσίγαρα- και τα πήγαινε στη γωνιά με τα σκουπίδια. Κυνήγαγε τις γάτες και τις κατσαρίδες και φύλαγε το καφενείο όλη τη νύχτα άγρυπνα από τους κακούς. Επινε καφέ, αναψυκτικά και κάπου κάπου λίγη μπίρα. Μόνο που δεν κάπνιζε! Εφερνε και τις εφημερίδες κάποιων απ' το περίπτερο. Μέχρι που τον πήρε μια φορά και ο αστυνόμος να του βρει κάτι κλοπιμαία. Και τα βρήκε! Λίγο κουλούρι από δω, λίγο σαλαμάκι από κει, κάνα κόκαλο παρακάτω, είχε αρχίσει να παίρνει τα πάνω του. Κάποιος τον έβγαλε «Ζορμπά» και του 'μεινε.
Πολλοί ήθελαν να τον πάρουν στο σπίτι τους κι ας είχαν δύο και τρία σκυλιά. Να τον οικειοποιηθούν. Αλλά αυτός πιστός στο καφενείο. Ηταν το πραγματικό του σπίτι. Αυτό που τον πρωτοδέχτηκε και όφειλε να το υπηρετεί πιστά και άγρυπνα. Αυτό και τους θαμώνες του. Δεν ήταν κτήμα κανενός. Ετσι του άρεσε και έτσι πορευόταν. Ελεύθερος και ωραίος. Με καλό καιρό, έξω, κάτω από την κληματαριά. Με άσχημο, μέσα στη γωνίτσα του.
Κάπου κάπου χανόταν μυστηριωδώς για μια δυο μέρες. Πού να είναι αυτός ο μπαγάσας, αναρωτιόμασταν και πολύ ανησυχούσαμε. Και εμφανιζόταν εξουθενωμένος, στραπατσαρισμένος, αλλά και πολύ ικανοποιημένος. Επιανε τη γωνίτσα του, λαγοκοιμόταν, αλλά πάντα έτοιμος για το καθήκον. "Ζορμπάς ο μπαγάσας", λέγαμε και καμαρώναμε...
Μια φορά τον κλότσησε κάποιος, έτσι γι' αστείο, ίσως και τυχαία, και πέσαμε όλοι να τον φάμε. Ο Λιάκος μάλιστα, ένα ντερέκι μέχρι κει πάνω, που είχε κάνει και στις αγροτικές, πήγε να του φέρει ένα μπουκάλι της μπίρας στο κεφάλι και με πολλή προσπάθεια τον συγκρατήσαμε.
Ετσι πέρασε κάπου ένας χρόνος και μια μέρα έφυγε και δεν ξαναγύρισε. Κάποιος είπε πως τον είδε ξεκοιλιασμένο πάνω στη δημοσιά, αλλά δεν ήταν και σίγουρος ότι ήταν αυτός. Ισως... Από τότε κάτι άλλαξε στο καφενείο. Κάτι λείπει. Λιγότερο κέφι, λιγότερα πειράγματα, περισσότερο ούζο. Πόσο θα κρατήσει αυτό άραγε; Δεν βαριέσαι, κι αυτό θα περάσει...
Πηγή: «Από την άκρη της Αγοράς» του Γιώργου Κουρμούση. Εκδόσεις Οδυσσέας
- συναισθήματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου