Πέμπτη, Οκτωβρίου 26, 2006

Όταν ξεκινήσαμε για την Αλβανία ήταν φθινόπωρο…

«-. Όταν ξεκινήσαμε για την Αλβανία ήταν φθινόπωρο..»
Πάντα έτσι άρχιζε ο πατέρας μου αυτή τη μέρα, κάθε χρόνο, να περιγράφει με τον δικό του τρόπο πως έζησε εκείνες τις μέρες.
«-. Το πρωί, όπως πάντα, η μάνα μου ετοίμασε φαγητό να το πάω στον πατέρα που δούλευε ολονυχτίς στον νερόμυλο. Κατηφορίζοντας από το βουνό, εικοσιτριών χρονώ ήμουν τότε, άκουσα καμπάνες να βαράνε. Δεν θυμόμουνα καμιά γιορτή, φθάνοντας όμως στο κάμπο ένας χωροφύλακας, που έφθασε από το Σοπωτό με μοτοσικλέτα, μοίραζε ήδη τα φυλλάδια επιστράτευσης. Περάσαμε στα Τριπόταμα με τα πόδια – τότε δεν υπήρχε η γέφυρα – και το λεωφορείο μας πήγε στη Πάτρα. Η πόλη ήταν βομβαρδισμένη και στους δρόμους νέκρα. Το Δικαστικό Μέγαρο ήταν γεμάτο τρύπες και στους τοίχους του κολλημένα ανθρώπινα μέλη.
Μας πήγαν στην Εγλυκάδα όπου ντυθήκαμε και το βράδυ κοιμηθήκαμε μέσα στις λεμονιές ενώ το πρωί κρυβόμαστε ανάμεσα τους. Εγώ ήμουν στο πυροβολικό και αφού πήραμε διαταγή να φορτώσουμε τα κανόνια στα μουλάρια, ξεκινήσαμε. Περάσαμε νύχτα, με τα καΐκια, στο Αντίρριο και από εκεί βαδίζοντας μόνο τις νύχτες τραβήξαμε για τα σύνορα. Τα πρωινά περνούσαν αεροπλάνα από πάνω μας αλλά ήμασταν καλά κρυμμένοι. Κάποτε φθάσαμε στο Καλπάκι, αλλά είχε αρχίσει η αντεπίθεση και περάσαμε κατευθείαν στην Αλβανία. Τα μουλάρια ήταν τόσο κουρασμένα, όσο και εμείς, και εξαντλημένα από το φορτίο όπου κρεμόμασταν από τις ουρές τους να τραβήξουν και εμάς και δεν κλωτσούσαν.
Το πρώτο βράδυ στην Αλβανία το περάσαμε στο Λεσκοβίκι. Πεινασμένοι, βρώμικοι – η ψείρα είχε γίνει μόνιμος σύντροφος – μπήκαμε σ’ ένα σπίτι. Με νοήματα ζητήσαμε από μια οικογένεια Αλβανών να μας δώσουν να φάμε. Αυτοί, χειρότερα πεινασμένοι από εμάς, μας έδειξαν φοβισμένοι ότι δεν είχαν. Σηκώσαμε τα όπλα να τους τρομάξουμε. Τότε, ακουμπώντας στον γιούκο με τα ρούχα, ένοιωσα τη πλάτη μου να καίει. Μόλις είχαν βγάλει ζεστή μπομπότα και την είχαν βάλει εκεί για μην την βρουν οι εξαθλιωμένοι στρατιώτες. Κάναμε γιορτή εκείνο το βράδι.!
Την άλλη μέρα ξεκινήσαμε να υποστηρίξουμε το πεζικό για να καταλάβει τη Κορυτσά. Είμαστε από τους πρώτους που μπήκαμε. Μεγάλη χαρά παντού.
Λίγο πριν μπούμε στη πόλη είδαμε έναν Ιταλό με κομμένα τα πόδια, από οβίδα, να είναι μέχρι το λαιμό σε μία λασπωμένη λακκούβα και να φωνάζει : Aqua! Aqua! Μας πιάστηκε η ψυχή. Ήρθε το Υγειονομικό και τον πήρε. Δεν ξέρω τι απέγινε.
Έτσι περάσαμε από το Φθινόπωρο στον Χειμώνα και δεν το καταλάβαμε…»

Πέρυσι προσπάθησε να μου πει την ίδια ιστορία αλλά δεν τα κατάφερε. Μετά από λίγες μέρες πέθανε. Και εγώ δεν «ήμουν» εκεί. Τόσα χρόνια όμως, από μικρό παιδί, άκουγα την ίδια ιστορία και δεν κουράστηκα ποτέ. Περίμενα, πως και πως, να έρθει αυτή η μέρα να ξεκινήσω κι εγώ μαζί τους, όπως κάθε φθινόπωρο, για την Αλβανία.

Κυριακή, Οκτωβρίου 22, 2006

Ποίηση και Συμβουλευτική, XXV

Am Anfang war mir das Leben gut.
Es hielt mich warm, es machte mir Mut.
Daß es das allen Jungen tut,
wie konnt ich das damals wissen...

Η Ζωή, μου φέρθηκε καλά στην αρχή.
Με κρατούσε θερμή και μου έδινε κουράγιο.
Που να ‘ξερα τότε
Ότι έτσι φέρεται σε όλους τους νέους…


Πηγή: "Das Lied der Witwe" von Rainer Maria Rilke

  • Το ¨Τραγούδι της Χήρας"

Τετάρτη, Οκτωβρίου 18, 2006

Χαρακτήρες, VIII

... 'Οπου μια μέρα έλαβα ένα τηλεγράφημα: "Εύρον πρασίνην πέτραν ωραιοτάτην, ελθέ αμέσως. Ζορμπάς"
'Ηταν η εποχή που ακούγουνταν οι πρώτες μακρινές βροντές της καταιγίδας που είχε κιόλα κινήσει καταπάνω στη γης. Ο παγκόσμιος πόλεμος. Εκατομμύρια άνθρωποι έτρεμαν, θωρώντας την πείνα, τη σφαγή, την παραφροσύνη νά' ρχουνται. 'Ολοι οι δαιμόνοι του ανθρώπου είχαν ξυπνήσει και διψούσαν για αίμα.
Μέσα σε τέτοιες φαρμακερές μέρες έλαβα το τηλεγράφημα του Ζορμπά. Στην αρχή θύμωσα, ο κόσμος χάνεται, κιντυνεύει η ζωή κι η τιμή κι η ψυχή του ανθρώπου, κι ορίστε τώρα ένα τηλεγράφημα να κινήσεις, να κάμεις χίλια μίλια για να δεις μιαν όμορφη πράσινη πέτρα! Ανάθεμα είπα στην ομορφιά, γιατί 'ναι άκαρδη και δεν νοιάζεται για τον πόνο του ανθρώπου.
Μα ξαφνικά τρόμαξα, ο θυμός είχε κιόλας ξεθυμάνει κι ένιωθα με φρίκη πως η απάνθρωπη αυτή κραυγή του Ζορμπά αποκρίνουνταν σε άλλη απάνθρωπη μέσα μου κραυγή. 'Ενα άγριο όρνιο μέσα μου τίναξε τα φτερά του να φύγει. 'Ομως δεν έφυγα. δεν τόλμησα πάλι, δεν κίνησα να πάω, δεν ακολούθησα τη θεϊκιά θηριώδη μέσα μου κραυγή, δεν έκαμα μια γεναία παράλογη πράξη. Ακολούθησα την κρύα ανθρώπινη φωνή του λογικού, πήρα την πένα κι έγραψα του Ζορμπά και του εξηγούσα...
Κι' αυτός μου αποκρίθηκε: «Είσαι, και να με συμπαθάς, αφεντικό, καλαμαράς. Μπορούσες κι εσύ, κακομοίρη, μια φορά στη ζωή σου να δεις μιαν όμορφη πράσινη πέτρα και δεν την είδες. Μα το Θεό, κάθουμαι κάποτε, όταν δεν έχω δουλειά, και λέω με το νου μου: «Υπάρχει, δεν υπάρχει Κόλαση;» μα χτες που έλαβα το γράμμα σου, είπα: « Σίγουρα πρέπει να υπάρχει Κόλαση για μερικούς καλαμαράδες»...

Πηγή: "Αναφορά στον Γκρέκο" του Νίκου Καζαντζάκη

Πέμπτη, Οκτωβρίου 12, 2006

Συναισθήματα, XII

Ένα παράπονο και ένα δάκρυ
πρώτο φθινόπωρο, πρώτη βροχή
Απόψε η σκέψη μου δε βρίσκει άκρη,
απόψε λύγισε η αντοχή.

Ένα σκοτείνιασμα που με βαραίνει
πικρή ανάμνηση σαν μαχαιριά
Πρώτο φθινόπωρο που με πεθαίνει
πρώτο φθινόπωρο χωρίς χαρά

Ότι φαντάστηκα ήταν απάτη
κι αν κάτι έλπιζα έχει χαθεί
Τέτοιο φθινόπωρο χωρίς αγάπη
τέτοιο φθινόπωρο μην ξαναρθεί

Πηγή: "Πρώτο Φθινόπωρο" σε μουσική και στίχους του Βαγγέλη Κορακάκη

  • Μπορείτε να ακούσετε το τραγούδι, από τον Γεράσιμο Ανδρεάτο, κάνοντας κλικ εδώ

Παρασκευή, Οκτωβρίου 06, 2006

Ο πόνος δε μπορεί πια να τον αγγίξη, η πλάνη του κόσμου δε μπορεί να τον γελάση..

Όταν μια μέρα το νεαρό βασιλόπουλο Σιντάρτα, μας λένε οι βιογραφίες του Βούδδα, βγήκεν απ΄ το παλάτι του με το αμάξι του σ’ έναν κήπο, είδε ένα γέρο σκυφτό, που ακουμπούσε σ’ ένα ραβδί. Ρωτώντας τον αμαξά του, έμαθε πως η μοίρα του ανθρώπου αυτού, που δεν έχει παρά λίγο να ζήσει, είναι η μοίρα όλων των ανθρώπων και πως και το ίδιο το βασιλόπουλο θα καταντήσει μια μέρα σαν αυτόν.
- Γύρισε με πίσω στο παλάτι, είπε.
Και γυρνώντας στο παλάτι, άρχισε να συλλογίζεται πως η γέννηση είναι ντροπή. Μα δεν ήρθεν ακόμα η ώρα ν΄ αφήση τη χαρούμενη ζωή του παλατιού.
Άλλη μια μέρα που βγήκε με το αμάξι του στον κήπο, είδε έναν άρρωστο κατάκοιτο στη γη. Ρωτώντας τον αμαξά του, έμαθε πως αυτό είναι η μοίρα όλων των ανθρώπων. Και πρόσταξε να τον γυρίσουν πίσω. Γυρίζοντας στο παλάτι, συλλογιόταν πως, όσο υπάρχουν τα γερατειά κι η αρρώστια, η γέννηση είναι ντροπή.
Άλλη μια μέρα που βγήκε με το αμάξι στον κήπο, είδε να ετοιμάζουν την πυρά για να κάψουν έναν πεθαμένο.
Ρωτώντας τον αμαξά του, έμαθε πως αυτό θα είναι η μοίρα όλων των ανθρώπων και θα είναι κι η δική του. Και πρόσταξε να τον γυρίσουν πίσω. Γυρίζοντας στο παλάτι, συλλογιόταν πως, όσο υπάρχουν τα γερατειά, η αρρώστια κι ο θάνατος, η γέννηση είναι ντροπή.
Άλλη μια μέρα που βγήκε με το αμάξι του στον κήπο, είδε έναν άνθρωπο που δεν ήταν ντυμένος σαν τους άλλους. Ρωτώντας τον αμαξά του, έμαθε πως αυτός είναι ασκητής· πως έφυγεν απ’ το σπίτι του, πως αφιερώθηκε στη θρησκευτική ζωή, πως ζη στην ησυχία, δεν κάνει κακό σε κανένα και συμπαθεί κάθε άλλη ψυχή που ζη σ΄ αυτόν τον κόσμο. Και τότε πρόσταξε να τον γυρίσουν πίσω.
Κι αφού γύρισε στο παλάτι, έκοψε τα μαλλιά του, έβγαλε τα βασιλικά του ρούχα και φόρεσε το ράσο του καλόγερου. Και βλέποντας πως το βασιλόπουλο έγινε αναχωρητής, ογδόντα τέσσερες χιλιάδες άλλοι άνθρωποι έκοψαν τα μαλλιά τους, ξύρισαν το πρόσωπο, φόρεσαν το κίτρινο ράσο και τον ακολούθησαν, αποφασισμένοι να ζήσουν την ασκητική ζωή γυρίζοντας τον κόσμο. Και το βασιλόπουλο γύριζε τις πόλεις και τα χωριά συνοδευμένο απ΄ αυτό το πλήθος. Μα σε λίγο ο πρίγκιπας συλλογίστηκε πως πρέπει να ζήσει μόνος, έξω από το πλήθος. Τότε αποτραβήχτηκε στη μοναξιά κι οι ογδόντα τέσσερες χιλιάδες πήγαν αλλού. Κι αφού στοχάστηκε στην ερημιά του ήρθεν η σκέψη: «Αλήθεια, ο κόσμος αυτός είναι δυστυχισμένος. Ο άνθρωπος γεννιέται, γερνά, πεθαίνει και χάνεται ύστερα και κανένας δεν ξέρει τον τρόπο να ξεφύγουμε απ΄ αυτή τη θλίψη, τα γερατειά, το θάνατο. Γιατί τα γερατειά, γιατί η θλίψη, γιατί ο θάνατος;»
Τότε άρχισεν η σκέψη του, αυτή που τον οδήγησε να φτάση στην απολύτρωση και να γίνει Βούδδας. Απομονωμένος και προσηλωμένος στο πρόβλημα της ζωής και του θανάτου, βρήκε πως όλο το κακό είναι πόνος. Ο πόθος της ζωής ανανεώνει ακατάπαυτα τον πόνο. Ο πόνος είναι μέσα στη ζωή. Ο πόθος γεννά τον πόνο. Το κακό είναι παντού μέσα στη ζωή. Ο μοναδικός σκοπός του σοφού είναι να βάλη τέλος σ΄ αυτή την αδιάκοπη διαδοχή του κακού, καταστρέφοντας μέσα του τον πόθο του ζην, ως που να φτάση στη μακάρια κατάσταση της ανυπαρξίας, στη Νιρβάνα. Ο σοφός δεν πιστεύει στην πραγματικότητα του κόσμου. Το σύμπαν που βλέπουμε είναι μία πλάνη. Η άγνοια κάνει ώστε να παίρνωμε το περαστικό για το διαρκές και να αποδίδωμε στα φαινόμενα του κόσμου τούτου τη διάρκεια και την πραγματικότητα. Ό,τι γεννιέται πεθαίνει. Το σώμα μας είναι φθαρτό. Το εγώ μας σχηματίζεται όλο από φθαρτά στοιχεία, και μια φορά που είναι φθαρτό, δεν είναι δικό μας. Όποιος έγινε σοφός, θα μισήση το σώμα του, τα αισθήματα, την ιδέα, τη γνώση, όλο το φθαρτό του εγώ. Θα καταστρέψη την προσωπική του ύπαρξη. Ο θάνατος δεν είναι ικανός να καταστρέψη το εγώ μας, επειδή το εγώ αυτό, αν πεθάνωμε, θα ξαναγεννηθή πολλές φορές κι ο πόνος θα ξανάρχεται με πολλές μορφές. Το εγώ δεν καταστρέφεται παρά απ΄ τον ίδιο τον εαυτό του. Εκείνος που θα καταστρέψη το εγώ του αφανίζοντας τα πάθη του και με τη θυσία της προσωπικής του ύπαρξης, θα βυθιστή μέσα στην παγκόσμια και την αιώνια ουσία, είναι ο σοφός. Μπορεί να πη «απολυτρώθηκα». Ο πόνος δε μπορεί πια να τον αγγίξη, η πλάνη του κόσμου δε μπορεί να τον γελάση. Μπήκε στη Νιρβάνα…

Πηγή: ‘Το Βουδδικό προοίμιο’ από το βιβλίο του Ζαχαρία Παπαντωνίου «Άγιον Όρος». Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

  • Ο Arthur Schopenhauer (1788 – 1860) με το έργο του 'Die Welt als Wille und Vorstellung' μύησε τη Δυτική Φιλοσοφία στο Βουδδισμό.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 02, 2006

Έρωτας, IV

Πηγή: «Ξυπνάς μέσα μου το κτήνος» του Αρκά