Συμπάθεια
… The ethical, as opposed to the political, question is one as to sympathy. Sympathy, in the sense of being made unhappy by the sufferings of others, is to some extent natural to human beings; young children are troubled when they hear other children crying. But the development of this feeling is very different in different people. Some find pleasure in the infliction of torture; others, like Buddha, feel that they cannot be completely happy so long as any living thing is suffering. Most people divide mankind emotionally into friends and enemies, feeling sympathy for the former, but not for the latter. An ethic such as that of Christianity or Buddhism has its emotional basis in universal sympathy; Nietzsche's, in a complete absence of sympathy. (He frequently preaches against sympathy, and in this respect one feels that he has no difficulty in obeying his own precepts.) The question is: If Buddha and Nietzsche were confronted, could either produce any argument that ought to appeal to the impartial listener? I am not thinking of political arguments.
We can imagine them appearing before the Almighty, as in the first chapter of the Book of Job, and offering advice as to the sort of world He should create. What could either say? Buddha would open the argument by speaking of the lepers, outcast and miserable; the poor, toiling with aching limbs and barely kept alive by scanty nourishment; the wounded in battle, dying in slow agony; the orphans, ill-treated by cruel guardians; and even the most successful haunted by the thought of failure and death. From all this load of sorrow, he would say, a way of salvation must be found, and salvation can only come through love.
Nietzsche, whom only Omnipotence could restrain from interrupting, would burst out when his turn came: "Good heavens, man, you must learn to be of tougher fibre. Why go about snivelling because trivial people suffer? Or, for that matter, because great men suffer? Trivial people suffer trivially, great men suffer greatly, and great sufferings are not to be regretted, because they are noble. Your ideal is a purely negative one, absence of suffering, which can be completely secured by nonexistence. I, on the other hand, have positive ideals: I admire Alcibiades, and the Emperor Frederick II, and Napoleon. For the sake of such men, any misery is worth while. I appeal to You, Lord, as the greatest of creative artists, do not let Your artistic impulses be curbed by the degenerate fear-ridden maunderings of this wretched psychopath."
Buddha, who in the courts of Heaven has learnt all history since his death, and has mastered science with delight in the knowledge and sorrow at the use to which men have put it, replies with calm urbanity: "You are mistaken, Professor Nietzsche, in thinking my ideal a purely negative one. True, it includes a negative element, the absence of suffering; but it has in addition quite as much that is positive as is to be found in your doctrine. Though I have no special admiration for Alcibiades and Napoleon, I, too, have my heroes: my successor Jesus, because he told men to love their enemies; the men who discovered how to master the forces of nature and secure food with less labour; the medical men who have shown how to diminish disease; the poets and artists and musicians who have caught glimpses of the Divine beatitude.
Love and knowledge and delight in beauty are not negations; they are enough to fill the lives of the greatest men that have ever lived."
"All the same," Nietzsche replies, "your world would be insipid. You should study Heraclitus, whose works survive complete in the celestial library. Your love is compassion, which is elicited by pain; your truth, if you are honest, is unpleasant, and only to be known through suffering; and as to beauty, what is more beautiful than the tiger, who owes his splendour to his fierceness? No, if the Lord should decide for your world, I fear we should all die of boredom."
"You might," Buddha replies, "because you love pain, and your love of life is a sham. But those who really love life would be happy as no one can be happy in the world as it is."…
… Το δίλημμα της συμπάθειας – στη φιλοσοφία του Νίτσε - είναι ηθικό, όχι πολιτικό. Η συμπάθεια, υπό την έννοια να νοιώθεις δυσάρεστα με τη δυστυχία των άλλων, είναι στη φτιαξιά μας ˙ τα μικρά παιδιά, λόγου χάριν, ανησυχούν όταν ακούνε άλλα παιδιά να κλαίνε. Κι όμως αυτό το αίσθημα – που μας γεννιέται από τα παθήματα των άλλων - εκδηλώνεται διαφορετικά από άνθρωπο σε άνθρωπο. Κάποιοι μάλιστα βρίσκουν ευχαρίστηση να προκαλούν πόνο, ενώ άλλοι όπως ο Βούδδας, δεν μπορούν να είναι ευτυχείς όταν οι άλλοι δυστυχούν. Οι περισσότεροι διαχωρίζουν συναισθηματικά τους άλλους σε φίλους και εχθρούς, νιώθοντας συμπάθεια για τους μεν αλλά όχι για τους δε. Η ηθική του Χριστιανισμού και του Βουδισμού είναι θεμελιωμένη στην παγκόσμια συμπάθεια. Στη φιλοσοφία του Νίτσε απουσιάζει η συμπάθεια. Συχνά κηρύττει κατά της συμπάθειας - εδώ διαισθάνεται κανείς ότι ο ίδιος δεν έχει καμία δυσκολία στη εφαρμογή της φιλοσοφίας του. Μπαίνει λοιπόν το ερώτημα ∙ εάν ο Βούδδας και ο Νίτσε συζητούσαν «ενώπιος ενωπίω» τι επιχειρήματα θα πρόβαλλαν για να πείσουν τον συνομιλητή τους; Και δεν εννοώ πολιτικά επιχειρήματα. Μπορούμε να τους φανταστούμε, λοιπόν, ενώπιον του Μεγαλοδύναμου να του λένε τη γνώμη τους, όπως στο πρώτο κεφάλαιο του Βιβλίου του Ιώβ, για το ποιόν του κόσμου που θα έπρεπε να δημιουργήσει. Τι θα μπορούσαν να πουν;
Ο Βούδδας θα άνοιγε τη συζήτηση μιλώντας για τους λεπρούς, τους παρίες, του δυστυχισμένους ˙ οι φτωχοί, θα ‘λεγε, αποκαμωμένοι με τα πληγιασμένα πόδια τους μόλις και μετά βίας κρατιούνται ζωντανοί με το λίγο φαΐ που τους προσφέρεται, οι πληγωμένοι στη μάχη πεθαίνουν σε βασανιστική αγωνία, τα ορφανά τα κακομεταχειρίζονται άσπλαχνοι παιδονόμοι ˙ και οι πιο πετυχημένοι στη ζωή κατατρύχονται από τη σκέψη της διάψευσης και του θανάτου. Από όλο αυτό το φορτίο της θλίψης μόνο ένας δρόμος σωτηρίας υπάρχει ˙ αυτός της αγάπης.
Ο Νίτσε, που μόνο ο Ύψιστος θα εμπόδιζε να τον διακόψει, θα ξεσπούσε όταν ερχόταν η σειρά του: «Για τ’ όνομα του θεού, άνθρωπε μου, θα πρέπει να μάθεις να είσαι σκληρόπετσος. Γιατί πρέπει να μυξοκλαίς επειδή ο λαουτζίκος στενάζει; Ή αν το θέλεις αλλιώς, επειδή σημαντικοί άνθρωποι αναξιοπαθούν; Οι ασήμαντοι και μεσ’ το πόνο τους παραμένουν μίζεροι, οι τρανοί και στη δυστυχία τους διατελούν αγέρωχοι, τα βάσανα τους δεν είναι για λύπηση επειδή είναι ευγενή. Το ιδανικό σου δεν έχει τίποτα το θετικό ˙ “δεν υποφέρω” σημαίνει “δεν υπάρχω”. Εγώ, από την άλλη μεριά, είμαι περισσότερο αισιόδοξος. Θαυμάζω τον Αλκιβιάδη, τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο το Δεύτερο, όπως και τον Ναπολέοντα. Για χάρη τους κάθε δυστυχία είναι καλοδεχούμενη. Κάνω έκκληση σε σένα Κύριε, τον μέγα Τέκτονα, μην αφήσεις να χειραγωγηθεί η δημιουργική σου δύναμη από το εκφυλισμένο φοβικό παραμιλητό αυτού του αξιοθρήνητου ψυχοπαθή.
Ο Βούδδας, - που στην Αυλή του Παραδείσου παρακολούθησε όλη την Ιστορία μετά τον θάνατο του, σπούδασε την Επιστήμη με ευχαρίστηση για τη γνώση που φέρνει αλλά λυπήθηκε για τον τρόπο που την χρησιμοποιούν οι άνθρωποι – απάντησε με γαλήνια ηρεμία. “ ¨Δεν έχεις δίκιο κ. Καθηγητά, να πιστεύεις ότι τα δικά μου ιδανικά δεν προσφέρουν κάτι. Πράγματι, έχουν κάποιο αρνητικό στοιχείο, την έλλειψη οδύνης ˙ έχουν όμως πολύ περισσότερα θετικά στοιχεία απ’ όσα μπορεί να βρει κανείς στις δικές σου ιδέες. Δεν τρέφω κάποιο ιδιαίτερο θαυμασμό για τον Αλκιβιάδη και τον Ναπολέοντα, έχω όμως κι εγώ τους ήρωες μου: Τον Παράκλητο μου Ιησού, γιατί δίδαξε ν’ αγαπάμε τους εχθρούς μας ˙ τους επιστήμονες που τιθάσευσαν τη φύση και μας εξασφάλισαν τροφή με λιγότερο κόπο ˙ τους θεραπευτές που μας ανακούφισαν από τις αρρώστιες ˙ τους ποιητές, τους καλλιτέχνες και τους μουσικούς που συλλάβανε στιγμές Θείας Ομορφιάς.
Η αγάπη, η γνώση, και η τέρψη από το Κάλλος δεν είναι ψευδαισθήσεις ˙ Φτάνουν για να γεμίσουν τις ζωές και των επιφανέστερων ανθρώπων.”
“Αναμασάτε τα ίδια πράγματα”, απάντησε ο Νίτσε, “ο κόσμος σας είναι ανούσιος. Θα ‘πρεπε να μελετήσετε Ηράκλειτο, που τα έργα του άντεξαν στους αιώνες. Η αγάπη σας είναι οίκτος που τη δημιουργεί ο πόνος · η αλήθεια σας, εάν είστε αρκετά έντιμος να το παραδεχτείτε, είναι δυσάρεστη και διδάσκεται μόνο από την οδύνη ˙ κι όσον αφορά την Ομορφιά, υπάρχει πιο όμορφο πράγμα από τον τίγρη που χρωστά τη μεγαλοπρέπεια του στη άγρια υπόσταση του; Όχι, εάν ο Θεός διάλεγε να φτιάξει έναν κόσμο σα τον δικό σας, θα πεθαίναμε όλοι από πλήξη. ”
“Εσείς μπορεί,” απάντησε ο Βούδδας, “επειδή ηδονίζεστε με τον πόνο και η αγάπη σας για ζωή είναι φενάκη. Μα αυτός που πραγματικά αγαπά τη ζωή θα ήταν ευτυχής στον κόσμο μου, πολύ περισσότερο απ’ αυτούς που βιώνουν τη κοινωνία όπως είναι”…
Πηγή: «The History of Western Philosophy” by Bertrand Russel, pp 771 – 772