Κι όταν το πέλαγο διαβείς, σε εύφορο όχτο θα βρεθείς
… μή τί τοι ἡγεμόνος γε ποθὴ παρὰ νηὶ μελέσθω, στὸν δὲ στήσας, ἀνά θ᾽ ἱστία λευκὰ πετάσσας ἧσθαι· τὴν δέ κέ τοι πνοιὴ Βορέαο φέρῃσιν. ἀλλ᾽ ὁπότ᾽ ἂν δὴ νηὶ δι᾽ Ὠκεανοῖο περήσῃς, ἔνθ᾽ ἀκτή τε λάχεια καὶ ἄλσεα Περσεφονείης, μακραί τ᾽ αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι, νῆα μὲν αὐτοῦ κέλσαι ἐπ᾽ Ὠκεανῷ βαθυδίνῃ…
… για πλοηγό στο σκαρί σου μη σε νοιάζει· στήσ’ το κατάρτι, όρτσα τα λευκά πανιά, και κάτσε. Το πλοίο θ΄ αρμενίσει με του βοριά το φύσημα. Κι όταν το πέλαγο διαβείς, σε εύφορο όχτο θα βρεθείς, στης Περσεφόνης το δασί με τις ιτιές τις άκαρπες και τις ψηλές τις λεύκες,– εμπιστεύσου το καράβι εκεί, στον ίδιο τον ωκεανό με τις βαθιές του δίνες..